Πλειστηριασμός ακινήτου. Ύπαρξη νομικών ελαττωμάτων. Δικαιώματα υπερθεματιστού.
ΑΠ 11/2015
Πλειστηριασμός ακινήτου. Ύπαρξη νομικών ελαττωμάτων. Δικαιώματα υπερθεματιστού.
Κατά τη διάταξη ουσιαστικού δικαίου του άρθρ. 1017 § 2 ΚΠολΔ, σε περίπτωση πλειστηριασμού πράγματος κινητού ή ακινήτου υπάρχει ευθύνη για τα νομικά ελαττώματα του πράγματος μόνον εκείνου που επέσπευσε τον πλειστηριασμό και μόνον αν αυτός γνώριζε κατά τον κρίσιμο χρόνο του πλειστηριασμού την ύπαρξη του νομικού ελαττώματος, ενώ δεν αποκλείεται ευθύνη και από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Νομικό ελάττωμα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής αποτελεί κάθε δικαίωμα τρίτου, το οποίο βαρύνει το πράγμα και μπορεί να προβληθεί και εναντίον του υπερθεματιστή, εμποδίζοντας έτσι την ελεύθερη προς αυτόν μεταβίβαση της κυριότητας του πράγματος και την άσκηση των εξουσιών που απορρέουν από αυτήν (ΑΠ 580/2006), αφού με τον πλειστηριασμό δεν εξαλείφονται τα δικαιώματα των τρίτων στο πράγμα, αλλά παραμένουν και ο υπερθεματιστής αποκτά κατά το άρθρ. 1005 ΚΠολΔ το δικαίωμα μόνο στην έκταση που το είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση.
Συνεπώς ο υπερθεματιστής, ο οποίος μολονότι κατέβαλε το πλειστηρίασμα, δεν απέκτησε εντούτοις το πράγμα ελεύθερο από δικαιώματα τρίτων, όπως συμβαίνει όταν το πράγμα δεν ανήκει εξ ολοκλήρου στον καθ’ ου η εκτέλεση ή βαρύνεται με προσωπικές δουλείες, δικαιούται αφενός μεν να στραφεί εναντίον εκείνου που επέσπευσε τον πλειστηριασμό και να ασκήσει κατ’ αυτού, εφόσον, κατά το χρόνο του πλειστηριασμού, ο ίδιος μεν αγνοούσε, εκείνος όμως γνώριζε και όχι απλώς αγνοούσε, έστω από υπαιτιότητά του, την ύπαρξη του νομικού ελαττώματος (Ολ ΑΠ 1177/1984, ΝοΒ 1985.95, ΑΠ 470/2013), όσα δικαιώματα του παρέχονται από τις διατάξεις των άρθρ. 514-516, 382 του ΑΚ, που ρυθμίζουν την ευθύνη του πωλητή για νομικά ελαττώματα του πωλούμενου πράγματος (ΑΠ 1313/2009), αφού ο πλειστηριασμός είναι ιδιόρρυθμη σύμβαση πώλησης, ενεργούμενη υπό το κύρος της Αρχής και τελειούμενη με την κατακύρωση (ΟλΑΠ 12/2008, ΑΠ 1036/2009, 1022/2009, 866/2004), αφετέρου δε να ασκήσει τις αξιώσεις του από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό εναντίον όποιου ενέχεται προς απόδοσή του κατά τις διατάξεις των άρθρ. 904-913 του ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες προϋπόθεση για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης είναι η ύπαρξη πλουτισμού του λήπτη χωρίς νόμιμη αιτία και η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, στερείται δε νόμιμης αιτίας και επομένως είναι αδικαιολόγητος ο πλουτισμός που δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος ή κατ’ εξαίρεση από τη θέληση του νομοθέτη, ενώ νόμιμη αιτία δικαιολόγησης του πλουτισμού, εκτός από τη βούληση του ζημιωθέντος ή του νομοθέτη, είναι και το αντάλλαγμα που τυχόν παρέχει ο λήπτης του πλουτισμού, δηλαδή η οικονομική θυσία του έναντι του αποκτώμενου πλουτισμού, η οποία, αν είναι ισάξια με αυτόν, ανταποκρίνεται πλήρως στην εξισωτική αποστολή του θεσμού του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 2266/2013).
Ειδικότερα, ο υπερθεματιστής δικαιούται, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρ. 380 του ΑΚ, στην οποία παραπέμπει το άρθρ. 382 του ίδιου Κώδικα, να θεωρήσει, σε περίπτωση νομικού ελαττώματος του πράγματος, ότι έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής του πλειστηριάσματος και με βάση τη διάταξη του άρθρ. 389 § 2 του ίδιου επίσης Κώδικα να αρνηθεί την καταβολή του και να το αναζητήσει κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εάν το έχει ήδη καταβάλει (ΑΠ 453/2006, 872/1973), χωρίς μάλιστα να είναι αναγκαίο να επιδιώξει προηγουμένως την ακύρωση του πλειστηριασμού, εφόσον γίνει δεκτή η άποψη ότι δικαιούται να ζητήσει για την αιτία αυτή την ακύρωσή του (Μπρίνιας, ΑναγκΕκτ2, 1982, V § 657 σ. 2168).
Ο καθ’ ου η εκτέλεση νομιμοποιείται παθητικά ως εναγόμενος και όταν δεν έχει συνταχθεί πίνακας κατάταξης δανειστών ή οι δανειστές δεν έχουν εισπράξει ακόμη τις απαιτήσεις τους από το πλειστηρίασμα, αφού, κατά την ορθότερη και κρατούσα γνώμη, με την καταβολή του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή στο συμβολαιογράφο που διενήργησε τον πλειστηριασμό, αυτό αποτελεί έκτοτε στοιχείο της περιουσίας του καθ’ η εκτέλεση (Μπέης Δ 1978.576, Μπρίνιας, ΑναγκΕκτ2, 1979, ΙΙ § 349 σ. 893, V, 1982, § 656 σ. 2166, Νικολόπουλος στον ΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΙΙ, 2000, άρθρ. 1017 αριθ. 4, Νίκας, ΔικΑναγκΕκτ ΙΙ, 2012, § 49 αριθ. 56 σ. 427) και η απόφαση που τον υποχρεώνει να το επιστρέψει στον υπερθεματιστή ισχύει και μπορεί κατά τα άρθρ. 325 αριθ. 3 και 919 αριθ. 1 ΚΠολΔ να εκτελεστεί και κατά του συμβολαιογράφου, που κατέχει το πλειστηρίασμα για λογαριασμό του καθ’ ου η εκτέλεση ως θεματοφύλακας.
Με δεδομένο, ωστόσο, ότι με την οριστική κατάταξη των δανειστών στο σχετικό πίνακα αυτοί αποκτούν κατά του συμβολαιογράφου του πλειστηριασμού και κατ’ επέκταση και κατά του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, στο οποίο ο συμβολαιογράφος υποχρεούται να καταθέσει κατά το άρθρ. 965 § 4 ΚΠολΔ το πλειστηρίασμα, ενοχική αξίωση προς απόδοση σ’ αυτούς του μέρους του πλειστηριάσματος, στο οποίο οι ίδιοι κατατάχθηκαν, ορθά επίσης υποστηρίζεται ότι αυτοί γίνονται κατά την εν λόγω αξίωση και μέχρι την είσπραξή της, οπότε τότε μόνον αποσβήνεται η αντίστοιχη απαίτησή τους κατά του καθ’ ου η εκτέλεση, αδικαιολόγητα πλουσιότεροι σε βάρος του υπερθεματιστή και δικαιούται συνεπώς αυτός να στραφεί και εναντίον τους και να ζητήσει να του εκχωρήσουν την ως άνω αξίωσή τους με καταδίκη τους σε σχετική δήλωση βουλήσεως κατά το άρθρ. 949 ΚΠολΔ (Σταθόπουλος στον ΑστΚωδ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου IV, 1982, άρθρ. 904 αριθ. 129 σ. 638 – 639).