Το τέταρτο διάβημα
Η αναθεώρηση ενός δημοκρατικού συντάγματος, δεν είναι κάτι το εύκολο, γιατί η δημοκρατία είναι ένας ζωντανός, μεταβαλλόμενος οργανισμός, με συνεχείς μετατοπίσεις και προσαρμογές της ισορροπίας ανάμεσα στα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα, στις σχέσεις του λαού με τους αντιπροσώπους τους, στις σχέσεις μεταξύ της κυβερνητικής πλειοψηφίας και της αντιπολίτευσης και τελικό σκοπό την επίτευξη της συλλογικής τάξης και ασφάλειας. Συνεπώς δεν υπάρχει εκ των προτέρων τολμηρή και άτολμη αναθεώρηση, αφού η φύση της είναι πάντα συντεταγμένη, μετριαστική, συμβιβαστική, συντηρητική και η όποια επιτυχία της δεν κρίνεται hic et nunc αλλά ex post facto, πολλά χρόνια μετά. Κάθε αναθεώρηση αποτελεί arcana juris, ιδίως ως προς τη συμβολή της στη εν τέλει βελτίωση ή όχι της λειτουργίας του πολιτεύματος. Αυτό ίσως εξηγεί και την πρακτική των παλαιών δημοκρατικών κρατών να μην κάνουν εκ βάθρων αναθεωρήσεις, αλλά λιτές και στοχευμένες τροποποιήσεις μόνο διατάξεων που έχασαν στη ροή του χρόνου την κανονιστική τους δυναμική. Είναι κοινός τόπος σε αυτές τις Δημοκρατίες ότι τα όποια προβλήματα δεν τα λύνει το Σύνταγμα, αλλά οι συνθήκες του πολιτεύματος που αυτό αναπτύσσει και οι συμβολές της νομολογίας των ανωτάτων Δικαστηρίων. Αυτές είναι το «λάδι» που συντηρεί την «συνταγματική μηχανή». Κανένας νόμος ακόμη και αυτός του Συντάγματος δεν ζει εάν δεν τον υποστηρίζουν οι πολιτικοκοινωνικές δυναμικές που ως γνωστό δεν τρέφονται με αποστειρωμένη «εργαστηριακή» επιστημονική γνώση αλλά διέπονται από τον πολιτικό βολονταρισμό και καθημερινή αναμέτρηση ισχύος, που στις δημοκρατίες πρέπει να οδηγεί σε συμβιβαστικές λύσεις.
Έτσι για πρώτη φορά στην σύγχρονη, μετά το 1975, συνταγματικοπολιτική μας ιστορία, είδαμε στο τέταρτο αναθεωρητικό διάβημα, την πρόταση αναθεώρησης να την διατυπώνει και να την ολοκληρώνει διαφορετικής ιδεολογικής σύνθεσης Βουλή.
Εν προκειμένω από τις 49 διατάξεις που προτάθηκαν ως αναθεωρητέες από την προτείνουσα Βουλή της ΙΗ΄ περιόδου, μόνο 18 διατάξεις συγκέντρωσαν την απαιτούμενη πλειοψηφία και τελικά αναθεωρήθηκαν από την Θ΄ Αναθεωρητική Βουλή και μόνο τρείς εξ΄αυτών πήραν πάνω από 180 ψήφους. Από αυτές, εννέα (9) μεταβατικές διατάξεις της Ε΄ «αναθεωρητικής» Βουλής του 1975 αναμφισβήτητα ήταν ωφέλιμο που καταργήθηκαν, διότι εκ των πραγμάτων, δεν είχαν πλέον κανονιστική ύλη. Οι διατάξεις αυτές είναι: η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 112, τα άρθρα 113, 114 παρ.1 και 2, 115 παρ. 1, 2, 3 και 4 και η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 119 (όλες με ψήφους 297/300, τρεις βουλευτές απουσίαζαν). Συνεπώς, μετά τις αλλαγές αυτές, τα άρθρα του Συντάγματός μας παραμένουν τυπικά 120, όμως εάν προσθέσουμε τα τέσσερα (4) άρθρα με προσθήκη γράμματος ήτοι τα 5Α, 9Α, 100Α και 101Α που θεσπίστηκαν στην αναθεώρηση του 2001 αλλά και αφαιρέσουμε τα καταργηθέντα, στην Θ΄ αναθεώρηση, άρθρα 113 έως 115, έχουμε σύνολο πραγματικών άρθρων εν ισχύ 121.
Ως προς τις λοιπές αναθεωρητέες διατάξεις: α) με 190 θετικές ψήφους προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στη παράγραφο 1 του «κοινωνικού» άρθρου 21, το οποίο θέτει κατευθυντήρια, πολιτικού χαρακτήρα, διάταξη περί κατοχύρωσης ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών. Ως κοινωνική διάταξη αν και τελούσε αυτονοήτως σε έμμεση επιφύλαξη νόμου, ο αναθεωρητικός νομοθέτης προτίμησε να την θέσει υπο ρητή άμεση επιφύλαξη νόμου. Κατά την άποψη μου το νόημα της διάταξης, εγγυάται αορίστως όχι τον πλούτο των πολιτών αλλά την αποφυγή της εξαθλίωσής τους. Το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» δεν είναι νομική έννοια αλλά κυρίως πολιτική και θα σπάνια θα μπορεί να υπόκειται σε οριακό έλεγχο από τα Δικαστήρια. Συνεπώς ο αληθινός ελεγκτής του είναι το εκλογικό σώμα. Κατά το μέτρο αυτό η διάταξη μάλλον έχει το χαρακτήρα «διάταξης – διαφήμισης» χωρίς ευδιάκριτο κανονιστικό εύρος και νοηματικό περίγυρο.
Β) Σημαντική όμως είναι η αναθεώρηση του άρθρου 32§4 και η αλλαγή στη διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ).
Ο ΠτΔ εκλέγεται πλέον από μία Βουλή μετά από δυνητική διαδικασία έως πέντε ονομαστικών ψηφοφοριών και βάσει νέων πλειοψηφιών. Συνακόλουθα αφού καταργείται η διάλυση της Βουλής λόγω μη ανάδειξης ΠτΔ, οι λόγοι διάλυσης της Βουλής από τέσσερις μειώνονται σε τρείς. Ενισχύεται έτσι ακόμη περισσότερο ο κοινοβουλευτικός – πρωθυπουργικοκεντρικός χαρακτήρας του πολιτεύματος μας, αφού αποκλείεται οριστικώς και η απίθανη περίπτωση να προκαλέσει έμμεσα ο ΠτΔ, με την παραίτησή του, τη διάλυση της Βουλής, εμπλεκόμενος, ανεπίτρεπτα βέβαια, με πολιτικό ρόλο στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Υπό την έννοια αυτή η νέα διάταξη ενισχύει έμμεσα και το ρόλο του ΠτΔ ως ρυθμιστού του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, αποκλείοντας ακόμη και ως υπόθεση «εργαστηρίου» την επιλογή τέτοιων πολιτικών ελιγμών.
Η διάταξη συγκέντρωσε μικρή πλειοψηφία με 158 θετικές ψήφους και 139 αρνητικές ψήφους. Υπο το προϊσχύσαν καθεστώς η ενδεχόμενη διάλυση της Βουλής και οι εκλογές είχαν ως σκοπό να ασκούν πίεση στα κόμματα να βρουν υποψήφιο ΠτΔ κοινής αποδοχής. Είχε επίσης θεωρηθεί κοινοβουλευτικά συμβατό κάποιο κόμμα να μην συναινέσει για κοινής αποδοχής υποψήφιο ώστε να εκμεταλλευτεί την δυνατότητα της διάλυσης της Βουλής και προσφυγής στις κάλπες. Το τραγικό είναι ότι αυτή η έλλειψη συναίνεσης έχει παρατηρηθεί σε περιόδους σοβαρών πολιτικοκοινωνικών κρίσεων όπως για παράδειγμα ιδίως το Δεκέμβριο του 2014 αλλά και το 1990 (με φαινόμενη συναίνεση των τότε παικτών του συστήματος). Απομένει να δούμε εάν τελικώς, η συνήθης πρακτική των τελευταίων δεκαετιών να επιλέγεται για ΠτΔ πρόσωπο κοινής αποδοχής, ήταν γέννημα της ανάγκης ή γνήσιο τέκνο της συναίνεσης των κομμάτων. Πλέον το άρθρο επιτρέπει κομματικό ΠτΔ χωρίς να θέτει θέμα «συγκατοίκησης» με αντιθέτου ιδεολογίας κυβέρνηση. Από τα συμπεράσματα των επόμενων δεκαετιών θα ξέρουμε εάν έχει αναπτυχθεί στο θέμα αυτό και σχετική συνθήκη πολιτεύματος ή απλώς επιστρέψαμε στις δεκαετίες του 1980 και 1990. Βεβαίως ο ΠτΔ έχει ως κύριο έργο του να είναι ρυθμιστής του πολιτεύματος ασκώντας την λεγόμενη μετριαστική «αρμοδιότητα» και τηρώντας ίσες αποστάσεις από όλα τα κόμματα. Αυτό όμως κυρίως έχει να κάνει με την προσωπικότητα, τις επικοινωνιακές ικανότητες και το κύρος του εκάστοτε Προέδρου και όχι με το εάν προτείνεται από το πλειοψηφούν κόμμα ή συναινετικά από περισσότερα. Ίσως από τη νέα μεταρρύθμιση αναδειχθεί ως σημαντικότερη αρετή για τον ΠτΔ η αναγνώριση και η επικοινωνιακή του ικανότητα τόσο στο εσωτερικό αλλά κυριότερα στο Διεθνή χώρο.
Τελευταίο αλλά όχι έσχατο, θα πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι με την αναθεώρηση του άρθρου 32§4 καθίστανται συνταγματικά απολιθώματα οι εξής διατάξεις: α) του άρθρου 35§2γ, ως προς το ότι το διάταγμα της διάλυσης της Βουλής λόγω μη εκλογής ΠτΔ δεν χρήζει προσυπογραφής καθώς και β) η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 34, ως προς το ότι ο αναπληρωτής ΠτΔ μπορεί να διαλύσει την Βουλή λόγω μη εκλογής ΠΤΔ. Ορθότερα όλο το εδάφιο αυτό είναι συνταγματικό απολίθωμα, πλην του τμήματος που ορίζει ότι ο αναπληρωτής ΠτΔ δεν έχει εξουσία διαλύσεως της Βουλής. Θα πρέπει στην επόμενη αναθεώρηση οι διατάξεις αυτές να καταργηθούν αφού έπαυσαν εκ των πραγμάτων να ισχύουν.
Γ) Προστίθεται νέα παράγραφος 4 στο άρθρο 54, που δίδει τη δυνατότητα στον κοινό νομοθέτη να καθιερώσει ειδικές διατάξεις για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος στους απόδημους Έλληνες. Η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας πλειοψήφησε σε σχέση με εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώνοντας 212 θετικές ψήφους (84 αρνητικές και 1 παρών). Νομοτεχνικά έχουμε άλλη μια aperto libro προσθήκη διάταξης σε άσχετο άρθρο. Η διάταξη έπρεπε να προταθεί και προστεθεί, ως προς το πρώτο εδάφιο της, στο άρθρο 51 που ρυθμίζει το πολιτικό δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, ως παράγραφος 6, και όχι στο άρθρο 54 που ρυθμίζει το εκλογικό σύστημα. Σε κάθε περίπτωση ο ερμηνευτής αλλά και ο εφαρμοστής είναι υποχρεωμένοι να κάνουν συστηματική ερμηνεία σεβόμενοι τα όρια που θέτει το Σύνταγμα και σκεπτόμενοι ότι η αναθεώρηση είναι πάντα συντεταγμένη και όχι πρωτογενής εξουσία. Συνεπώς η επιστολική ψήφος που αναφέρεται στο άρθρο 51§4 θεωρείται πλέον καταργηθείσα, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι είναι αυτοπρόσωπη. Οι απόδημοι πρέπει να ψηφίζουν αυτοπροσώπως με φυσική παρουσία σε εκλογικό τμήμα και όχι επιστολικά ή με άλλο πρόσφορο τρόπο. Κατά την άποψη μου στο θέμα αυτό υπάρχει υπέρβαση των ορίων της αναθεωρητικής διαδικασίας και θα διορθωθεί σε επόμενη αναθεώρηση από τις ίδιες τις κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις που κατευθύνουν όλο τον πλανήτη σε μία διαδικτυακή (επι)κοινωνία που δύσκολα θα συμβιβάζεται με αυτοπρόσωπη παρουσία σε εκλογικά τμήματα. Περαιτέρω στα πλαίσια εξεύρεσης ενός consensu omnium, επελέγη ο δρόμος των «δυο ταχυτήτων» και ο διαχωρισμός του εκλογικού σώματος στους «ντόπιους» και τους «απόδημους», για τους οποίους, εφόσον ψηφίσουν εκτός επικράτειας, προβλέπονται οριακά ανεκτοί από πλευράς συνταγματικότητας περιορισμοί, που ναι μεν σε επίπεδο επιστημονικού εργαστηρίου θίγουν αναμφίβολα την καθολικότητα της ψήφου, αλλά στα μέτρα της ζώσας εσωτερικής κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας, είναι κατανοητοί, ως ένα μεταβατικό στάδιο, μέχρι να εγκαταλειφθούν οι προκαταλήψεις και οι δυσπιστίες του παρελθόντος. Πιστεύω οτι στην επόμενη αναθεώρηση, μετά το 2024, θα υπάρξει πλήρης εξομοίωση. Πάντως έγινε η «καλή αρχή».
Δ) Αναθεωρήθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, το άρθρο 62 περί του ακαταδίωκτου των βουλευτών με 179 θετικές ψήφους (έναντι 117 αρνητικών). Ήδη μετά την απόφαση 115/2000 της Ολομέλειας της Βουλής, το αντιπροσωπευτικό σώμα με συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 62, κατά τρόπο φιλικό προς το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, χορηγεί υποχρεωτικά άρση της ασυλίας του βουλευτή, εάν η πράξη δεν συνδέεται με την κοινοβουλευτική δραστηριότητα και δεν υποκρύπτει πολιτική σκοπιμότητα. Να σημειωθεί ότι και ο Κανονισμός της Βουλής προς το σκοπό αυτό, τροποποιήθηκε εκ νέου το 2010, προκειμένου να θεσπιστεί ότι η Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας, η οποία εισηγείται στην Ολομέλεια την άρση ή μη της ασυλίας, ερευνά εάν η πράξη για την οποία ζητείται αυτή συνδέεται με την πολιτική ή κοινοβουλευτική δραστηριότητα του βουλευτή ή η δίωξη, η μήνυση ή η έγκληση υποκρύπτει πολιτική σκοπιμότητα και σε αντίθετη περίπτωση εισηγείται την άρση της ασυλίας (άρθρο 83 παρ. 3 ΚτΒ). Ήδη η Θ’ Αναθεωρητική Βουλή, με την αναθεώρηση του άρθρου 62 εναρμονίζει το Σύνταγμα στην συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα ώστε να μην είναι ανάγκη να προστρέχουμε σε αλλιώτικη εφαρμογή του νοήματος του κανόνα του άρθρου 62. Ορίζεται πλέον και ρητά ότι η Βουλή δίδει υποχρεωτικά την άδεια εφόσον η αίτηση της εισαγγελικής αρχής αφορά αδίκημα το οποίο δεν συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων ή την πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή, εντός τριών (3) μηνών από της υποβολής του αιτήματος.
Ε) Αναθεωρήθηκε με ευρεία συναίνεση (189 υπέρ, 94 κατά και 14 δήλωσαν παρόντες) το άρθρο 68§2 και προστέθηκε νέο τρίτο εδάφιο και το έως τότε τρίτο γίνεται τέταρτο. Θεσπίζεται πλέον η σύσταση μέχρι δύο μειοψηφικών εξεταστικών επιτροπών ανά κοινοβουλευτική περίοδο, εφόσον η σχετική πρόταση συγκεντρώσει 120 θετικές ψήφους, ανεξαρτήτως εάν οι αρνητικές είναι περισσότερες. Η διάταξη ενισχύει τον κοινοβουλευτικό έλεγχο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά πάλι η εφαρμογή της εξαρτάται από το εάν θα αναπτυχθούν οι κατάλληλες συνθήκες πολιτεύματος, δεδομένου ότι οι εξεταστικές επιτροπές έως σήμερα δεν λειτούργησαν bonis avibus.
Στ) Προστέθηκε στο άρθρο 73 και παράγραφος 6 που προβλέπει τον αμεσοδημοκρατικό θεσμό της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας. Η ψήφιση της συγκεκριμένης διάταξης συγκέντρωσε ευρεία συναίνεση με 254 θετικές ψήφους (32 αρνητικές και 11 βουλευτές δήλωσαν παρόντες). Η σχετική πρόταση νόμου θα πρέπει να υπογράφεται από 500.000 εκλογείς και δεν μπορεί να αφορά τα δημοσιονομικά ζητήματα καθώς και θέματα της εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας, ενώ μόνο έως δυο τέτοιες προτάσεις νόμων μπορεί να εισαχθούν σε κάθε βουλευτική περίοδο. Από νομοτεχνικής πλευράς σκόπιμο θα ήταν σε επόμενη αναθεώρηση να τροποποιηθεί και η πρώτη παράγραφος το άρθρου 73 ώστε να γραφεί οτι την νομοθετική πρωτοβουλία (και όχι «δικαίωμα» όπως εσφαλμένα αναγράφεται σήμερα) ασκούν το Εκλογικό Σώμα υπό την έννοια της παραγράφου 6, η Βουλή και η Κυβέρνηση. Ένα μελλοντικό πρόβλημα που ενδεχομένως μπορεί να γεννήσει η νομοθετική πρωτοβουλία του εκλογικού σώματος είναι ο περιορισμός του ελέγχου της συνταγματικότητας των Νόμων, ειδικά στην περίπτωση που η Βουλή ψηφίσει αυτούσια ή χωρίς σημαντικές αλλαγές την πρόταση νόμου του λαού.
Θεωρητικά δύσκολα μπορεί να νοηθεί έλεγχος ουσιαστικής συνταγματικότητας τέτοιου νόμου από δικαστήριο.
Ζ) Με την μεγαλύτερη πλειοψηφία, όπως ήταν αναμενόμενο (θετικοί ψήφος 274 βουλευτών, καμία αρνητική ψήφος, ενώ 23 βουλευτές ψήφισαν παρών), καταργήθηκε η αποσβεστική προθεσμία για την παραγραφή της υπουργικής δίωξης που προβλεπόταν στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 86§3. Τακτοποιήθηκε έτσι μια εκκρεμότητα από το 2001.
Η) Θεσπίστηκε η πλήρης εξομοίωση των στρατιωτικών δικαστών με τους τακτικούς δικαστές με την αναθεώρηση του άρθρου 96§5, το οποίο ψηφίστηκε με μεγάλο αριθμό θετικών ψήφων (189 βουλευτές υπερψήφισαν, 94 βουλευτές καταψήφισαν και 14 ψήφισαν παρών).
Θ) Αναθεωρήθηκε το άρθρο 101Α και μειώθηκε η απαιτούμενη για την επιλογή των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών πλειοψηφία από τα 4/5 στα 3/5 του όλου αριθμού των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων. Σημαντική η πρόβλεψη της συνέχειας της λειτουργίας τους με την παράταση της θητείας των μελών τους έως ότου διοριστούν νέα. Θέμα το οποίο είχε δημιουργήσει πολλά προβλήματα στη νομολογία του ΣτΕ. Διορθώθηκε ορθολογικά έτσι ένα lapsus alumni της Αναθεώρησης του 2001 επ΄ωφελεία της λειτουργίας του θεσμού των Ανεξάρτητων Αρχών. Η διάταξη όπως ήταν αναμενόμενο συγκέντρωσε μικρή πλειοψηφία (158 θετικές ψήφους έναντι 139 αρνητικών).
Mε το από 25/11/2019 Ψήφισμα Θ’ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α΄187/28.11.2019), τέθηκε σε ισχύ το αναθεωρημένο για τέταρτη φορά Σύνταγμα του 1975, του οποίου ο σεβασμός, η τήρηση και η επιτυχία του, inter allias, εξαρτάται από τα acta e non verba.
Πόρτο Ράφτη 15.6.2020