Γυναικοκτονίες, μια πραγματική κατάσταση, ένας αδόκιμος νομικά όρος…

Τους τελευταίους 18 μήνες στην Ελλάδα έχει σημειωθεί ο τραγικός απολογισμός 21 γυναικών που δολοφονούνται από συζύγους ή συντρόφους τους.

Πρόκειται για ένα νομικό αλλά πρωτίστως μείζον κοινωνικό πρόβλημα με σημαντικές προεκτάσεις, το οποίο απολύτως δικαιολογημένα απασχολεί την κοινή γνώμη αλλά και την νομική επιστημονική κοινότητα.

Αυτού του είδους οι εγκληματικές πράξεις εκτός του ότι στερούν από τα θύματα το έννομο αγαθό της ζωής, αφήνουν πίσω και δυσαναπλήρωτα κενά, αφού τις περισσότερες φορές οι συγκεκριμένες γυναίκες εκτός από σύζυγοι, είναι και μητέρες και μάλιστα ανηλίκων τέκνων. Κατ΄ ουσία λοιπόν οι πράξεις αυτές, καταστρέφουν συθέμελα ολόκληρες οικογένειες και προκαλούν πλήγμα στο κοινωνικό ιστό. Νομικά, χαρακτηρίζονται ως ανθρωποκτονίες και τιμωρούνται βάσει του αρθρ. 299 παρ 1 του Ποινικού Κώδικα, με την ποινή της ισοβίου καθείρξεως.

Παρά ταύτα, λόγω της έντονης έξαρσης του φαινομένου συζητείται εντόνως αν θα έπρεπε να υπάρξει νομοθετική παρέμβαση και να καταστεί αυστηρότερο το ποινικό πλαίσιο για το συγκεκριμένο αδίκημα, ήτοι να υπάρξει διάταξη που θα τυποποιεί τις  γυναικοκτονίες  ως ξεχωριστό αδίκημα (ιδιώνυμο).

Συνεπώς, το μείζον ερώτημα που προκύπτει, είναι αν η εκάστοτε νομοθετική παρέμβαση μπορεί εν τοις πράγμασι να αυστηροποιήσει το πλαίσιο ποινής στις περιπτώσεις που το θύμα είναι γυναίκα;

Ο Ν. 4619/2019 που επέφερε ρηξικέλευθες αλλαγές στο ποινικό κώδικα έδινε στο δικαστή διαζευκτικά τη δυνατότητα για το  έγκλημα της ανθρωποκτονίας να επιβάλει είτε την ύψιστη ποινή που μπορεί να επιβληθεί της ισοβίου καθείρξεως, είτε  ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης από 10 μέχρι 15 έτη.

Η συγκεκριμένη διάταξη επικρίθηκε από την επιστήμη δεδομένου πως ήταν κοινωνικά ανάλγητο ένας δράστης που είχε τελέσει το σοβαρότερο των εγκλημάτων να είχε τη δυνατότητα να εκτίσει μια ποινή που ενδεχομένως θα είχε ως ανώτερο όριό της τα 15 έτη!

Ως εκ τούτου δύο χρόνια αργότερα ο Ν. 4855/2021 αποκατέστησε την τάξη και πλέον στους δράστες ανθρωποκτονιών επιβάλλεται περιοριστικά και μόνο η ποινή της ισοβίου καθείρξεως. Συνεπώς είτε το θύμα μιας ανθρωποκτονίας είναι γυναίκα, είτε άντρας, ο δράστης θα υποστεί την αυστηρότερη των ποινών. Ο μοναδικός τρόπος να αποφύγει την ισόβια κάθειρξη, είναι να του αναγνωριστεί κάποια ελαφρυντική περίσταση.

Υπό αυτό το πρίσμα οι υπέρμαχοι του όρου «γυναικοκτονία» υπερθεματίζουν πως θα μπορούσε να υπάρξει νομοθετική παρέμβαση αυστηροποίησης στο πλαίσιο αυτό, υπό την έννοια ότι συλλήβδην σε περιπτώσεις που το θύμα είναι γυναίκα, να μην αναγνωρίζεται ουδέποτε στο δράστη κανένα ελαφρυντικό.

Κατά την άποψη του γράφοντος μια τέτοια τροποποίηση θα δημιουργούσε σημαντικά προβλήματα που άπτονται ακόμα και συνταγματικών παραβιάσεων.

Η αναγνώριση ή μη ενός ελαφρυντικού θα πρέπει να κρίνεται ανά περίπτωση. Αν εξαρχής, δικαστικώς άκριτα στερηθεί ο κατηγορούμενος οποιουδήποτε εγκλήματος τη δυνατότητα παροχής ελαφρυντικού, τότε παραβιάζονται συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματά του και καταλήγουμε σε δίκες παρωδία.

Το Σύνταγμα άλλωστε, κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας και δεν διαχωρίζει άνδρα, γυναίκα ή παιδιά. Θα ήταν οξύμωρο και τραγελαφικό ένας δράστης ανθρωποκτονίας να «εκμεταλλευτεί» τέτοιου είδους νομοθετικές τροποποιήσεις και να προσφύγει στο Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο αν έκρινε ότι έχει παραβιαστεί το δικαίωμά του στην ισότητα ή στην δίκαιη δίκη, να καταδίκαζε τη χώρα σε αποζημίωση!

Συνεπώς, η λύση στο κατά τεκμήριο, μείζον αυτό κοινωνικό πρόβλημα δεν είναι οι βαρύγδουπες νομοθετικές αλλαγές, οι οποίες ενδεχομένως να περιπλέξουν περισσότερο την κατάσταση, πολλώ δε μάλλον εφόσον το ήδη ισχύον νομοθετικό πλαίσιο είναι αρκούντως αυστηρό.

Θα πρέπει οι κοινωνικές υπηρεσίες να λειτουργούν άμεσα όταν λαμβάνουν  καταγγελίες για κακοποίηση γυναίκας ή και οποιουδήποτε άλλου προσώπου, θα πρέπει η αστυνομία επίσης να επιλαμβάνεται άμεσα ως οφείλει και πάραυτα να ενημερώνεται η εισαγγελία.

Αν αυτό το τρίπτυχο λειτουργήσει εύρυθμα τότε κατά την άποψη του γράφοντος θα αποφευχθούν τα χειρότερα..

Το κοινό περί… «αδίκου» αίσθημα.

Είναι γεγονός πως τους τελευταίους μήνες παρατηρείται σημαντική έξαρση  στην τέλεση των λεγόμενων «σοβαρών» ποινικών εγκλημάτων.

Σε  σύντομα χρονικά διαστήματα, παίρνουν το δρόμο της δικαιοσύνης πολύκροτες υποθέσεις που επηρεάζουν αρνητικά το απαιτούμενο αίσθημα ασφάλειας που πρέπει να διέπει μια κοινωνία, δημιουργώντας αναστάτωση στην κοινή γνώμη.

Υποθέσεις που αφορούν το «οργανωμένο έγκλημα», καταγγελίες για βιασμούς και άλλων προσβολών της γενετήσιας αξιοπρέπειας μέχρι και τα ειδεχθή γεγονότα στη Πάτρα.

Δεν είναι λίγες οι φορές που εμφατικά έχει ειπωθεί από πολλούς παρευρισκόμενους και ομιλητές στα διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης (μεταξύ των οποίων ακόμα και κάποιων νομικών), πως αρχικώς η Νομοθετική Εξουσία και εν συνεχεία η Δικαστική θα πρέπει να αφουγκράζεται και να ικανοποιεί το «κοινό περί δικαίου αίσθημα».

Τελικά όμως τι μπορεί να οριστεί ως «κοινό περί δικαίου αίσθημα» ;

Στην πραγματικότητα ασφαλής ορισμός δεν μπορεί να υπάρξει! Αποτελεί μια εξωνομική αξιολογική κρίση η οποία δεν οδηγεί σε αμιγώς επιστημονικά συμπεράσματα.

Πρόκειται επί της ουσίας για την επίκληση στην αντίληψη της ηθικής της κοινής γνώμης, προκειμένου να αντιμετωπιστεί μια έννομη διαφορά η οποία οδηγείται σε δικαστική κρίση. Ειδικότερα δε, όταν εκφράζεται για κατηγορούμενους που φέρονται να έχουν τελέσει ειδεχθή εγκλήματα τότε τις περισσότερες φορές καθίσταται απολύτως αφοριστική. Η κρίση αυτή ωστόσο, είναι συνήθως ευμετάβλητη και λανθασμένη διότι για την ουσιαστική διαλεύκανση των ποινικών υποθέσεων απαιτούνται  εξειδικευμένες επιστημονικές ικανότητες και απόλυτη γνώση των στοιχείων της εκάστοτε υπόθεσης που καθίσταται αναμφίβολα αδύνατον να έχει η κοινή γνώμη.

Η τακτική αυτή επηρεάζει σαφώς δυσχερώς τον εκάστοτε κατηγορούμενο, αφού επί της ουσίας έχει καταπατηθεί η υπερνομοθετική έννοια του τεκμηρίου αθωότητας που επιτάσσει πως «κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος μέχρι την αμετάκλητη  ποινική καταδίκη του»  από τα αρμόδια όργανα.

Επηρεάζει όμως αρνητικά  και το θεσμικό ρόλο των Λειτουργών και Συλλειτουργών της   Δικαιοσύνης, ήτοι των Δικαστών, των Εισαγγελέων και των Δικηγόρων – Υπερασπιστών, οι οποίοι οφείλουν να τελέσουν αξιοπρεπώς το Λειτούργημά τους, υπό τον φόβο  του «αδηφάγου τέρατος» της κοινής γνώμης, που ενδέχεται να στραφεί εναντίον τους ανάλογα με το αν ικανοποιεί η απόφαση ή όχι!

Αναμφίβολα το δίκαιο οφείλει να προασπίζει το κοινωνικό σύνολο και να δημιουργεί στον κοινωνό εμπιστοσύνη. Άλλωστε αυτό επιβάλει το Κράτος Δικαίου που εκφράζει μια ανεπτυγμένη και ευνομούμενη κοινωνία. Όμως το Κράτος Δικαίου δεν συνάδει, ούτε και ταυτίζεται πάντοτε με το  λεγόμενο «κοινό περί δικαίου αίσθημα»!

Όταν η Δικαιοσύνη που αποτελεί το βασικότερο πυλώνα ενός Κράτους Δικαίου απονέμεται υπό το καθεστώς του «φόβου των μαζών», όπως περιέγραφε στο εμβληματικό του έργο ο Γάλλος φιλόσοφος Etienne Balibar  τότε το μόνο που ικανοποιείται , είναι το «κοινό περί αδίκου αίσθημα».

Ιωάννα Παλιοσπύρου: Με το κεφάλι ψηλά… – Τι αποκαλύπτει στην εφ. «Πατρίς»

Τι είπε στους δικούς της ανθρώπους.

Η Ιωάννα… Μία  γυναίκα με θάρρος ψυχής… Μία γυναίκα που έγινε σύμβολο για όλους μας… Μία γυναίκα που απέδειξε σε όλους μας ότι η ομορφιά είναι μέσα μας…

Η Ιωάννα μέχρι τις 20 Μαϊου 2020 ήταν ένα κορίτσι με όνειρα για ζωή. Είχε το σπίτι της τη δουλειά της τους φίλους της την οικογένειά της. Προγραμμάτιζε τις διακοπές της εκείνο το καλοκαίρι. Ξαφνικά όλα άλλαξαν… Η Ιωάννα γίνεται το θύμα μίας από τις πιο σκληρές επιθέσεις των τελευταίων δεκαετιών.

Το πρωί της 15ης Σεπτεμβρίου λέει στους δικηγόρους της ότι επιθυμεί να μπει από την μπροστινή πόρτα των δικαστηρίων. Να μπει στην δικαστική αίθουσα  έχοντας το κεφάλι ψηλά. Το αυτοκίνητο παρκάρει στην οδό Δέγλερη μπροστά από το Πρωτοδικείο. Κάθεται στη θέση του συνοδηγού. Οι δύο δικηγόροι της Νίκος Αλεξανδρής και Απόστολος Λύτρας ανοίγουν την πόρτα και κάθονται σαν φύλακες άγγελοί της ο ένας δεξιά και ο άλλος αριστερά. Η εικόνα της συγκλονίζει. Οι δημοσιογράφοι προσπαθούν να πάρουν μία δήλωσή της. Εκείνη τρομάζει καθώς είναι η πρώτη φορά που  βρίσκεται με τόσο κόσμο μετά την επίθεση… Αυτό που δεν ξέρει ο κόσμος είναι ότι εκείνη πονά. Κάθε μέτρο το διανύει με δυσκολία γι αυτό και οι δυο δικηγόροι της την κρατούν γερά. Γίνονται το στήριγμά της.

Είναι από τις λίγες φορές που οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι φωνάζουν μπράβο κορίτσι μου κουράγιο. Η εικόνα της μιλά από μόνη της.

Η οργή της Ιωάννας και ο διάλογος με τον δικηγόρο της 36χρονης…

Εκείνη μπαίνει μέσα στην δικαστική αίθουσα..Θέλει να δει την κατηγορούμενη από κοντά. Να τη ρωτήσει γιατί της το έκανε αυτό. Γιατί την κατέστρεψε. Γιατί την «φυλάκισε « για μια ολόκληρη ζωή Λίγα λεπτά αργότερα μαθαίνει ότι η 36χρονη δεν θα είναι στο δικαστήριο. Νιώθει απογοήτευση. Νιώθει οργή. Ο Σάκης Κεχαγιόγλου την πλησιάζει.

«Θέλω να σου εκφράσω ως άνθρωπος και όχι ως συνήγορος την συμπόνοια μου και την θλίψη μου  για την τραγωδία που σου συνέβη και που θα συνεχίζεται για καιρό. Να ξέρεις ότι θα κάνω το υπερασπιστικό μου καθήκον όπως το κάνω πάντα  με δυναμισμό και ευπρέπεια και σεβασμό  στην περιπέτειά σου» της λέει…

Η Ιωάννα του απαντά… «Άκουσα αυτά που μου είπατε. Ευχαριστώ. Καλή συνέχεια…»

Η διαδικασία ξεκινά. Μέσα στην αίθουσα επιτρέπονται μόνο 15 άτομα. Η Ιωάννα ρωτά γιατί τόσα λίγα. Οι δικηγόροι της απαντούν ότι είναι λόγω των μέτρων για τον κορωνοιό.

Εκέινη κάθεται δίπλα στο παράθυρο. Δίπλα της η βοηθός του δικηγόρου της Νίκου Αλεξανδρή και η μητέρα της. Ακριβώς πίσω της ο πατέρας και ο αδερφός της.

Το αίτημα για αλλαγή της κατηγορίας

Όταν έρχεται η σειρά να κληρωθούν οι ένορκοι, 4 στο σύνολο, η υπεράσπιση εξαιρεί τις γυναίκες. Στη συνέχεια ζητά να αλλάξει η κατηγορία και από απόπειρα ανθρωποκτονίας να γίνει βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη. Τι σημαίνει αυτό  και γιατί ζητήθηκε από την πλευρά της κατηγορουμένης;

 

 

Ο ποινικολόγος Λουκάς Προυσανίδης εξηγεί στην εφημερίδα «Πατρίς»

«Για και τη θεμελίωση των εγκλημάτων απαιτείται να πληρείται τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική τους υπόσταση.

Ως αντικειμενική υπόσταση νοείται το σύνολο των πραγματικών εκείνων στοιχείων που περιγράφει κάθε φορά ο νόμος.

Ως υποκειμενική νοείται ο ψυχισμός του δράστη, ήτοι το κατά πόσο ο τελευταίος ήθελε και επεδίωκε την τέλεση συγκεκριμένου εγκληματικού αποτελέσματος.

Αν βουλητικά ο δράστης επεδίωξε, να προκαλέσει στον παθόντα μόνο σωματική βλάβη (όσο σοβαρή και αν είναι αυτή) τότε δεν μπορεί να τιμωρηθεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας, διότι δεν πληρείται ο απαιτούμενος δόλος για το έγκλημα αυτό. Κοντολογίς, για να τιμωρηθεί ένας δράστης για απόπειρα ανθρωποκτονίας θα πρέπει να προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά ανθρωποκτόνος δόλος. Δηλαδή, ο δράστης στις περιπτώσεις αυτές δεν επιδιώκει μόνο τη βλάβη της υγείας του θύματος αλλά και την τρώση του εννόμου αγαθού της ζωής του.

Ο λόγος που η υπεράσπιση ζήτησε την μετατροπή της κατηγορίας από απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη είναι σαφής. Έγκειται στο γεγονός πως αν και τα δύο ως άνω εγκλήματα είναι κακουργήματα, η απόπειρα ανθρωποκτονίας τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη έως 15 έτη, ενώ η σκοπούμενη σωματική βλάβη επιφυλάσσει σαφώς επιεικέστερη ποινική μεταχείριση στο δράστη, αφού ο τελευταίος τιμωρείται με κάθειρξη το πολύ έως 10 έτη.»

 

Δημοσιεύτηκε στην: PatrisNews – Εφημερίδα Πατρίς Ηλείας

Οι βιασμοί, το τεκμήριο της αθωότητας και οι τηλεοπτικές “δίκες”

Τις τελευταίες ημέρες μετά το ξέσπασμα των καταγγελιών στο χώρο του θεάτρου για σοβαρά εγκλήματα που προσβάλουν το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας, όπως σεξουαλικών παρενοχλήσεων, βιασμών ακόμα και παιδεραστίας, δικαιολογημένα λαμβάνουν χώρα πολύωρα ειδησεογραφικά ρεπορτάζ από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης.

Οι πολίτες δικαιούνται να λάβουν γνώση των αποτρόπαιων αυτών πράξεων, αφενός ώστε όλο και περισσότερα ενδεχόμενα θύματα να αποκτήσουν το θάρρος και να προβούν σε καταγγελίες παρόμοιων εγκλημάτων, αφετέρου να προστατευτεί το κοινωνικό σύνολο από τις επικίνδυνες αυτές προσωπικότητες των δραστών και να αποδοθεί τελικά ουσιαστική Δικαιοσύνη. Άλλωστε, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης οφείλουν να εκπληρώνουν τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη υποχρέωσή τους, που παράλληλα είναι και συνταγματικό δικαίωμα των πολιτών, σε ενημέρωση (αρθρ. 14 παρ. 1 και 2 του Σ).

Το μείζον ωστόσο ερώτημα που ευλόγως προκύπτει, είναι το αν στο βωμό της ενημέρωσης δύναται να περιορίζονται (αν όχι να παραβιάζονται εξ ολοκλήρου) άλλα επιμέρους δικαιώματα και αρχές, τα οποία μάλιστα είναι επίσης κατοχυρωμένα από νομοθετικά κείμενα αυξημένης τυπικής ισχύος;

Παρατηρείται σε πολλές νομικές υποθέσεις, ειδικότερα ειδεχθών εγκλημάτων (όπως εν προκειμένω) που δικαιολογημένα απασχολούν την κοινή γνώμη, από τα πρώιμα κιόλας στάδια της ποινικής προδικασίας, ήτοι όταν δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί καμία ουσιαστική δικανική πεποίθηση από τα θεσμοθετημένα με αυτό το ρόλο κρατικά όργανα, να λαμβάνουν χώρα τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές “δίκες”, οι οποίες αναμφίβολα επηρεάζουν δυσμενώς τον κατηγορούμενο.

Η πρακτική αυτή τις περισσότερες φορές δυσχεραίνει σημαντικά το έργο των αρμοδίων ανακριτικών αρχών, ενώ παράλληλα πλήττει βάναυσα το θεμελιώδες τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου το οποίο αποτελεί βασικό πυλώνα του Ποινικού Δικαίου. Καταρχάς, το τεκμήριο της αθωότητας συνεπάγεται πως κάθε κατηγορούμενος θα πρέπει να θεωρείται αθώος μέχρι να αποδειχτεί η ενοχή του ύστερα από έκδοση δικαστικής απόφασης, η οποία θα πρέπει κατά την παγιωμένη και απολύτως κρατούσα νομικά άποψη να είναι και αμετάκλητη, ήτοι να μην επιδέχεται της ασκήσεως ενδίκου μέσου.

Υπερνομοθετικά κατοχυρώνεται από το αρθρ. 6 παρ 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που ρητώς αναφέρεται πως «παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του» και δυνάμει του άρθρου 28 παρ 1 του Συντάγματος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εθνικού δικαίου, υπερτερώντας έναντι οποιουδήποτε άλλου εσωτερικού κανόνα. Άλλωστε, μετά τις πρόσφατες νομοθετικές αλλαγές που επέφερε στο ποινικό δικονομικό δίκαιο ο ν. 4620/2019, στο άρθρο 71 αυτού, ρητά πλέον ορίζεται ότι «οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο».

Το τεκμήριο της αθωότητας και ισορροπία

Επισημαίνεται, επίσης, πως το τεκμήριο αναμφίβολα δεσμεύει την ποινική διαδικασία (προδικασία και κύρια) και τα όργανά της, όπως επί παραδείγματι ανακριτικούς υπαλλήλους, εισαγγελείς, ανακριτές και δικαστές. Ωστόσο, κατά την κρατούσα άποψη δεσμεύει και τους τρίτους-ιδιώτες, δηλαδή, δυνάμει του άρθρου 25 παρ 1 του ισχύοντος Συντάγματος το τεκμήριο, τριτενεργεί.

Μάλιστα, προς επίρρωση της ήδη υπάρχουσας νομοθεσίας, πρόσφατα προστέθηκε και ο νέος ν. 4569/2019 προς εφαρμογή της με αριθμ. (2016/343) Οδηγίας της ΕΕ, στο άρθρο 7 της οποίας αναφέρεται ότι ο «ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου προς αποκατάσταση της βλάβης, την οποία υπέστη εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητάς του από δηλώσεις δημόσιων αρχών που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν από την έκδοση της απόφασης… οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του είτε προβαίνουν σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση της υπόθεσης».

Μειοψηφικά υποστηρίζεται από μέρος της νομικής επιστήμης ότι το τεκμήριο αποτελεί μεν αναφαίρετο δικαίωμα του κατηγορουμένου, το οποίο όμως αφορά μόνο την ποινική διαδικασία και κατ’ επέκταση δεσμεύει μόνο τα όργανα της ποινικής δικαιοσύνης και όχι και τους ιδιώτες. Κι αυτό, δεδομένου πως ο εκάστοτε ιδιώτης που εκφέρει άποψη χωρίς προηγούμενη αμετάκλητη καταδίκη του κατηγορουμένου από Δικαστήριο  φέρει το βάρος της ποινικής αλλά και της αστικής ευθύνης (βλ. αρθρ. 362, 363 ΠΚ και 57 ΑΚ).

Υπό τα ανωτέρω καθίσταται σαφές πως το τεκμήριο της αθωότητας αποτελεί σημαντικό επιστέγασμα του νομικού μας πολιτισμού και του “Κράτους Δικαίου”, η παραβίαση του οποίου κατά την ποινική διαδικασία οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα αυτής, κατά το άρθρο 171 παρ1 περ δ΄ του ΚΠΔ.

Ως εκ τούτου, ακόμη και στα ειδεχθέστερα των εγκλημάτων, τα οποία διαταράζουν υπέρμετρα την εύρυθμη κοινωνική λειτουργία και ευλόγως απασχολούν την κοινή γνώμη και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης θα πρέπει να διατηρείται η ισορροπία μεταξύ της έγκυρης πληροφόρησης και των ορίων που θέτει το τεκμήριο της αθωότητας. Είναι λυπηρό, αλλά δυστυχώς συνηθισμένο φαινόμενο ακόμα και σε περιπτώσεις που τελικά αποδεικνύεται από το δικαστήριο η αθωότητα ενός προσώπου, στην ουσία να έχει καταστραφεί ολοσχερώς κοινωνικά η ζωή του, εξαιτίας της σπίλωσης του ονόματός του.

 

Δημοσιεύτηκε στην

https://slpress.gr/koinonia/oi-viasmoi-to-tekmirio-tis-athootitas-kai-oi-tileoptikes-quot-dikes-quot/

ΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ «ΠΕΡΙ ΟΠΛΩΝ».

Αποτελεί πλέον κοινό τόπο ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σημαντική αύξηση των εγκλημάτων που διαπράττονται με τη χρήση πυροβόλων όπλων, τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό, με αντίστοιχη αύξηση της παράνομης διακίνησης και  εμπορίας όπλων. Η υπόθεση του διπλού φονικού των Ανωγείων προ μηνός, επανέφερε στην επιφάνεια φλέγοντα ζητήματα όπως αυτά της οπλοκατοχής και οπλοφορίας από τους πολίτες .

Η μεταχείριση όπλων και εκρηκτικών, συνεπάγεται ενδεχόμενους κινδύνους οι οποίοι απαιτούν περιστολή. Οι ρυθμίσεις που διαλαμβάνονται στην εσωτερική νομοθεσία  με το Ν. 2168/1993 αποτελούν μια προσπάθεια του νομοθέτη για την ως άνω περιστολή. Εν πολλοίς ρυθμίζονται ζητήματα που άπτονται στην εν γένει μεταχείριση όπλων, ενώ ταυτόχρονα τυποποιούνται οι επιμέρους παράνομες συμπεριφορές σε αντίστοιχα αδικήματα, όπως για παράδειγμα η οπλοκατοχή (αρθρ. 7 επ.), η οπλοφορία (αρθρ.10) και η οπλοχρησία (άρθρ. 14).

Η επιλογή του ποινικού νομοθέτη να χρησιμοποιήσει γενικούς όρους, σχεδόν στο σύνολο των διατάξεων του ως άνω νόμου είναι συνειδητή, μεταφέροντας το βάρος της υπαγωγής στα Δικαστήρια της ουσίας, γεγονός που ωστόσο δημιουργεί συχνά ασάφειες και ανασφάλεια δικαίου.

Κατά την κρατούσα άποψη ο Ν. 2168/1993, παρά το γεγονός ότι διαλαμβάνει περισσότερες διαφορετικές μεταξύ τους εγκληματικές συμπεριφορές, αποσκοπεί κυρίως στην προστασία του εννόμου αγαθού της δημόσιας τάξης και ασφάλειας.

Τι ορίζεται όμως τελικά ως όπλο;

Για τον προσδιορισμό της έννοιας, ο νέος Νόμος 4678/2020 τροποποιεί τον παλαιότερο Ν. 2168/1993 και εναρμονίζει στην ελληνική νομοθεσία την Οδηγία 2017/853 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Ρητά ορίζεται στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. ά. πως, «όπλο θεωρείται το μηχάνημα, το οποίο εκ κατασκευής, μετατροπής ή τροποποίησης, με ωστική δύναμη που παράγεται με οποιονδήποτε τρόπο εκτοξεύει σφαιρίδια ,βολίδες, βλήματα, βλαπτικές χημικές ή άλλες ουσίες, ακτίνες, φλόγες ή αέρια και μπορεί να επιφέρει κάκωση ή βλάβη της υγείας σε πρόσωπα, ή βλάβη σε πράγματα, ή να προκαλέσει πυρκαγιά καθώς και κάθε συσκευή που μπορεί να προκαλέσει με οποιονδήποτε τρόπο τα ανωτέρω αποτελέσματα».

Πρόβλημα σοβαρό ωστόσο, φαίνεται να  προκαλεί κυρίως το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1, η οποία δυστυχώς, τελικά τον καθιστά ιδιαίτερα ευρύ!

Σύμφωνα με αυτήν, όπλο θεωρείται επιπροσθέτως και κάθε αντικείμενο που «είναι πρόσφορο για επίθεση ή άμυνα...»!

Φυσικά ο Ν. 4678/2020 απαριθμεί και εξειδικεύει μεν κάποιες περιπτώσεις ώστε να οριοθετήσει κατά το δυνατόν το θεσμικό πλαίσιο, αλλά η απαρίθμηση αυτή είναι ενδεικτική και όχι περιοριστική!   Για το λόγο αυτό, τα δικαστήρια της ουσίας υπήγαγαν στην ευρεία αυτή διατύπωση, πληθώρα αντικειμένων όπως π.χ. αλυσοπρίονα, ξύλινες ράβδους, σιδηροδοκούς, μαχαίρια οικιακής χρήσεως, πέτρες, ξυραφάκια κ.α.

 Σύμφωνα με την τελικά κρατούσα άποψη, για τον χαρακτηρισμό ενός αντικειμένου ως όπλου θα πρέπει να λαμβάνεται πρωταρχικά υπόψη, πέρα από το αν αυτό είναι πρόσφορο για επίθεση ή άμυνα, ήτοι να έχει κατ΄ αντικειμενικό τρόπο τη δυνατότητα να προκαλέσει κάκωση ή βλάβη της υγείας σε πρόσωπα και υλική βλάβη σε πράγματα,  ο   αντικειμενικός προορισμός του, κατά την κοινή αντίληψη των πραγμάτων!  Άλλωστε θεωρία και νομολογία ομονοούν ως προς την ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 1 παρ.1 εδ β΄ και παρ2. Αποδέχονται πως  «οποιοδήποτε αντικείμενο που ήθελε επινοήσει η ανθρώπινη εφευρετικότητα, του οποίου ο αντικειμενικός προορισμός κατά την κοινή αντίληψη, είναι η επιθετική ή αμυντική ενέργεια, θα πρέπει δηλαδή εκ κατασκευής του, το αντικείμενο να προορίζεται για άμυνα ή επίθεση» (Συμβλ Πλημμ 349/2003 ΕισΠροτ Ν.Μαρκάκη ΠοινΧρ ΝΔ’).

Επί  τη βάσει των ως άνω δεν  μπορεί να θεωρηθεί επί παραδείγματι όπλο  «το μαχαίρι κουζίνας», ο αντικειμενικός προορισμός του οποίου συνίσταται στη χρησιμοποίησή του σε εργασίες μαγειρικής. Από τα λοιπά αντικείμενα δε, δεν θεωρούνται όπλα, αφού ο αντικειμενικός προορισμός τους δεν είναι η χρησιμοποίηση τους ως μέσων επιθέσεως ή άμυνας : το ψαλίδι ραπτικής, τα χειρουργικά εργαλεία, τα σφυριά, υπό την αυστηρή ωστόσο προϋπόθεση πως  τα αντικείμενα αυτά, χρησιμοποιηθούν σε χώρο που η κατοχή τους  δικαιολογείται για οικιακή ή επαγγελματική χρήση.  Ενώ αν δεν δικαιολογείται η χρήση τους τότε μόνο θα πρέπει ο δράστης να τιμωρηθεί για παράνομη οπλοφορία  (βλ. ενδεικτικά, ΑΠ 1356/1997, ΑΠ 683/2001, ΑΠ2115/2003, ΑΠ2447/2003, ΑΠ5/2005, ΜΟΔ Βέροιας 4-5-2006).

Παρατηρείται λοιπόν, πως  το –άγραφο και εν πολλοίς αξιολογικό- κριτήριο του αντικειμενικού προορισμού αποτελεί τελικά, το στοιχείο της διεύρυνσης της έννοιας του όπλου και έχει οδηγήσει σε έκδοση πληθώρας αντίστοιχων καταδικαστικών αποφάσεων προκαλώντας ουσιαστικά ανασφάλεια δικαίου στους πολίτες.

Η πρακτική αυτή δεν συμβαδίζει άλλωστε και με την ΕΣΔΑ, δεδομένου πως το Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου απαιτεί κατά την κλασσική πλέον θεώρησή του, όταν ελέγχει την ποιότητα ενός εθνικού νομοθετήματος, ο εσωτερικός νόμος να είναι προσιτός, επαρκώς ακριβής και προβλέψιμος, έτσι ώστε ο πολίτης να μπορεί να ρυθμίζει τη συμπεριφορά του σύμφωνα μ’ αυτόν.

Ως προς το ζήτημα της χρήσης όπλων ιδίως από αστυνομικούς, πρέπει να παρατηρηθεί πως έρχονται  επί της ουσίας σε αντίθεση δύο θεμελιώδεις υποχρεώσεις του κράτους! Από την μία η υποχρέωση προστασίας των εννόμων αγαθών των πολιτών και από την άλλη ο σεβασμός  παράλληλα των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ειδικότερα, το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ, όπως έχει ερμηνευθεί αυθεντικά από το Δικαστήριο, θεμελιώνει, πέρα φυσικά από την αρνητική απαγόρευση παράνομης αφαίρεσης της ζωής, και αντίστοιχη θετική υποχρέωση ενός κράτους, να έχει σε ισχύ ένα νομοθετικό καθεστώς ικανοποιητικό που να ρυθμίζει όλη την επικίνδυνη για τη ζωή δραστηριότητα των κρατικών οργάνων.

Κατά τη διάρκεια των χρόνων και με τις νέες ρυθμίσεις που ενσωματώθηκαν στην ελληνική Νομοθεσία ο έλεγχος των προσώπων που αιτούνται τον εφοδιασμό τους με όπλα γίνεται  σαφώς αυστηρότερος, ενώ παράλληλα θεσπίζονται ειδικές και ασφαλείς διαδικασίες για την εισαγωγή, εξαγωγή, επισκευή, εμπορία όπλων και εκρηκτικών υλών καθώς και για την οπλοφορία και κατοχή όπλων.

 Ωστόσο παρά την εναρμόνιση της νομοθεσίας μας με τις επιταγές που θέτει η Ευρώπη στα γενικά θέματα της νομοθεσίας περί όπλων, ακόμα υφίστανται σημαντικά προβλήματα νομικά αλλά και πραγματικά.

Νομικά,  όπως αναλύθηκε ανωτέρω, η ίδια η έννοια  του «όπλου» παραμένει, ακόμα και μετά τις τροποποιήσεις του νέου Νόμου 4678/2020, αρκετά  γενική και ασαφής,  με αποτέλεσμα τόσο τα δικαστήρια της ουσίας όσο και ο Άρειος Πάγος  να οδηγούνται σε τιμωρήσεις που αρκετές φορές  φαίνονται υπερβολικές.

Επί των πραγματικών ζητημάτων, απαιτούνται τόσο σε εσωτερικό όσο και σε διεθνές επίπεδο περισσότεροι έλεγχοι από τις αρμόδιες αρχές για να καταστείλουν ουσιαστικά και όχι μόνο ρηματικά το φαινόμενο της παράνομης οπλοφορίας και οπλοκατοχής.  Ενδεικτικά θα πρέπει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ελληνικής αστυνομίας, κυκλοφορούν εντός τη επικράτειας περισσότερα από 1.000.000 παράνομα όπλα!

Δημοσιεύτηκε στην

ΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ «ΠΕΡΙ ΟΠΛΩΝ».

Mετά το 1975, συνταγµατικοπολιτική µας ιστορία, είδαµε στο τέταρτο αναθεωρητικό διάβηµα

Το τέταρτο διάβημα

Η αναθεώρηση ενός δημοκρατικού συντάγματος, δεν είναι κάτι το εύκολο, γιατί η δημοκρατία είναι ένας ζωντανός, μεταβαλλόμενος οργανισμός, με συνεχείς μετατοπίσεις και προσαρμογές της ισορροπίας ανάμεσα στα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα, στις σχέσεις του λαού με τους αντιπροσώπους τους, στις σχέσεις μεταξύ της κυβερνητικής πλειοψηφίας και της αντιπολίτευσης και τελικό σκοπό την επίτευξη της συλλογικής τάξης και ασφάλειας. Συνεπώς δεν υπάρχει εκ των προτέρων τολμηρή και άτολμη αναθεώρηση, αφού η φύση της είναι πάντα συντεταγμένη, μετριαστική, συμβιβαστική, συντηρητική και η όποια επιτυχία της δεν κρίνεται hic et nunc αλλά ex post facto, πολλά χρόνια μετά. Κάθε αναθεώρηση αποτελεί arcana juris, ιδίως ως προς τη συμβολή της στη εν τέλει βελτίωση ή όχι της λειτουργίας του πολιτεύματος. Αυτό ίσως εξηγεί και την πρακτική των παλαιών δημοκρατικών κρατών να μην κάνουν εκ βάθρων αναθεωρήσεις, αλλά λιτές και στοχευμένες τροποποιήσεις μόνο διατάξεων που έχασαν στη ροή του χρόνου την κανονιστική τους δυναμική. Είναι κοινός τόπος σε αυτές τις Δημοκρατίες ότι τα όποια προβλήματα δεν τα λύνει το Σύνταγμα, αλλά οι συνθήκες του πολιτεύματος που αυτό αναπτύσσει και οι συμβολές της νομολογίας των ανωτάτων Δικαστηρίων. Αυτές είναι το «λάδι» που συντηρεί την «συνταγματική μηχανή». Κανένας νόμος ακόμη και αυτός του Συντάγματος δεν ζει εάν δεν τον υποστηρίζουν οι πολιτικοκοινωνικές δυναμικές που ως γνωστό δεν τρέφονται με αποστειρωμένη «εργαστηριακή» επιστημονική γνώση αλλά διέπονται από τον πολιτικό βολονταρισμό και καθημερινή αναμέτρηση ισχύος, που στις δημοκρατίες πρέπει να οδηγεί σε συμβιβαστικές λύσεις.

Έτσι για πρώτη φορά στην σύγχρονη, μετά το 1975, συνταγματικοπολιτική μας ιστορία, είδαμε στο τέταρτο αναθεωρητικό διάβημα, την πρόταση αναθεώρησης να την διατυπώνει και να την ολοκληρώνει διαφορετικής ιδεολογικής σύνθεσης Βουλή.

Εν προκειμένω από τις 49 διατάξεις που προτάθηκαν ως αναθεωρητέες από την προτείνουσα Βουλή της ΙΗ΄ περιόδου, μόνο 18 διατάξεις συγκέντρωσαν την απαιτούμενη πλειοψηφία και τελικά αναθεωρήθηκαν από την Θ΄ Αναθεωρητική Βουλή και μόνο τρείς εξ΄αυτών πήραν πάνω από 180 ψήφους. Από αυτές, εννέα (9) μεταβατικές διατάξεις της Ε΄ «αναθεωρητικής» Βουλής του 1975 αναμφισβήτητα ήταν ωφέλιμο που καταργήθηκαν, διότι εκ των πραγμάτων, δεν είχαν πλέον κανονιστική ύλη. Οι διατάξεις αυτές είναι: η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 112, τα άρθρα 113, 114 παρ.1 και 2, 115 παρ. 1, 2, 3 και 4 και η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 119 (όλες με ψήφους 297/300, τρεις βουλευτές απουσίαζαν). Συνεπώς, μετά τις αλλαγές αυτές, τα άρθρα του Συντάγματός μας παραμένουν τυπικά 120, όμως εάν προσθέσουμε τα τέσσερα (4) άρθρα με προσθήκη γράμματος ήτοι τα 5Α, 9Α, 100Α και 101Α που θεσπίστηκαν στην αναθεώρηση του 2001 αλλά και αφαιρέσουμε τα καταργηθέντα, στην Θ΄ αναθεώρηση, άρθρα 113 έως 115, έχουμε σύνολο πραγματικών άρθρων εν ισχύ 121.

Ως προς τις λοιπές αναθεωρητέες διατάξεις: α) με 190 θετικές ψήφους προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στη παράγραφο 1 του «κοινωνικού» άρθρου 21, το οποίο θέτει κατευθυντήρια, πολιτικού χαρακτήρα, διάταξη περί κατοχύρωσης ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών. Ως κοινωνική διάταξη αν και τελούσε αυτονοήτως σε έμμεση επιφύλαξη νόμου, ο αναθεωρητικός νομοθέτης προτίμησε να την θέσει υπο ρητή άμεση επιφύλαξη νόμου. Κατά την άποψη μου το νόημα της διάταξης, εγγυάται αορίστως όχι τον πλούτο των πολιτών αλλά την αποφυγή της εξαθλίωσής τους. Το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» δεν είναι νομική έννοια αλλά κυρίως πολιτική και θα σπάνια θα μπορεί να υπόκειται σε οριακό έλεγχο από τα Δικαστήρια. Συνεπώς ο αληθινός ελεγκτής του είναι το εκλογικό σώμα. Κατά το μέτρο αυτό η διάταξη μάλλον έχει το χαρακτήρα «διάταξης – διαφήμισης» χωρίς ευδιάκριτο κανονιστικό εύρος και νοηματικό περίγυρο.

Β) Σημαντική όμως είναι η αναθεώρηση του άρθρου 32§4 και η αλλαγή στη διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ).

Ο ΠτΔ εκλέγεται πλέον από μία Βουλή μετά από δυνητική διαδικασία έως πέντε ονομαστικών ψηφοφοριών και βάσει νέων πλειοψηφιών. Συνακόλουθα αφού καταργείται η διάλυση της Βουλής λόγω μη ανάδειξης ΠτΔ, οι λόγοι διάλυσης της Βουλής από τέσσερις μειώνονται σε τρείς. Ενισχύεται έτσι ακόμη περισσότερο ο κοινοβουλευτικός – πρωθυπουργικοκεντρικός χαρακτήρας του πολιτεύματος μας, αφού αποκλείεται οριστικώς και η απίθανη περίπτωση να προκαλέσει έμμεσα ο ΠτΔ, με την παραίτησή του, τη διάλυση της Βουλής, εμπλεκόμενος, ανεπίτρεπτα βέβαια, με πολιτικό ρόλο στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Υπό την έννοια αυτή η νέα διάταξη ενισχύει έμμεσα και το ρόλο του ΠτΔ ως ρυθμιστού του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, αποκλείοντας ακόμη και ως υπόθεση «εργαστηρίου» την επιλογή τέτοιων πολιτικών ελιγμών.

Η διάταξη συγκέντρωσε μικρή πλειοψηφία με 158 θετικές ψήφους και 139 αρνητικές ψήφους. Υπο το προϊσχύσαν καθεστώς η ενδεχόμενη διάλυση της Βουλής και οι εκλογές είχαν ως σκοπό να ασκούν πίεση στα κόμματα να βρουν υποψήφιο ΠτΔ κοινής αποδοχής. Είχε επίσης θεωρηθεί κοινοβουλευτικά συμβατό κάποιο κόμμα να μην συναινέσει για κοινής αποδοχής υποψήφιο ώστε να εκμεταλλευτεί την δυνατότητα της διάλυσης της Βουλής και προσφυγής στις κάλπες. Το τραγικό είναι ότι αυτή η έλλειψη συναίνεσης έχει παρατηρηθεί σε περιόδους σοβαρών πολιτικοκοινωνικών κρίσεων όπως για παράδειγμα ιδίως το Δεκέμβριο του 2014 αλλά και το 1990 (με φαινόμενη συναίνεση των τότε παικτών του συστήματος). Απομένει να δούμε εάν τελικώς, η συνήθης πρακτική των τελευταίων δεκαετιών να επιλέγεται για ΠτΔ πρόσωπο κοινής αποδοχής, ήταν γέννημα της ανάγκης ή γνήσιο τέκνο της συναίνεσης των κομμάτων. Πλέον το άρθρο επιτρέπει κομματικό ΠτΔ χωρίς να θέτει θέμα «συγκατοίκησης» με αντιθέτου ιδεολογίας κυβέρνηση. Από τα συμπεράσματα των επόμενων δεκαετιών θα ξέρουμε εάν έχει αναπτυχθεί στο θέμα αυτό και σχετική συνθήκη πολιτεύματος ή απλώς επιστρέψαμε στις δεκαετίες του 1980 και 1990. Βεβαίως ο ΠτΔ έχει ως κύριο έργο του να είναι ρυθμιστής του πολιτεύματος ασκώντας την λεγόμενη μετριαστική «αρμοδιότητα» και τηρώντας ίσες αποστάσεις από όλα τα κόμματα. Αυτό όμως κυρίως έχει να κάνει με την προσωπικότητα, τις επικοινωνιακές ικανότητες και το κύρος του εκάστοτε Προέδρου και όχι με το εάν προτείνεται από το πλειοψηφούν κόμμα ή συναινετικά από περισσότερα. Ίσως από τη νέα μεταρρύθμιση αναδειχθεί ως σημαντικότερη αρετή για τον ΠτΔ η αναγνώριση και η επικοινωνιακή του ικανότητα τόσο στο εσωτερικό αλλά κυριότερα στο Διεθνή χώρο.

Τελευταίο αλλά όχι έσχατο, θα πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι με την αναθεώρηση του άρθρου 32§4 καθίστανται συνταγματικά απολιθώματα οι εξής διατάξεις: α) του άρθρου 35§2γ, ως προς το ότι το διάταγμα της διάλυσης της Βουλής λόγω μη εκλογής ΠτΔ δεν χρήζει προσυπογραφής καθώς και β) η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 34, ως προς το ότι ο αναπληρωτής ΠτΔ μπορεί να διαλύσει την Βουλή λόγω μη εκλογής ΠΤΔ. Ορθότερα όλο το εδάφιο αυτό είναι συνταγματικό απολίθωμα, πλην του τμήματος που ορίζει ότι ο αναπληρωτής ΠτΔ δεν έχει εξουσία διαλύσεως της Βουλής. Θα πρέπει στην επόμενη αναθεώρηση οι διατάξεις αυτές να καταργηθούν αφού έπαυσαν εκ των πραγμάτων να ισχύουν.

Γ) Προστίθεται νέα παράγραφος 4 στο άρθρο 54, που δίδει τη δυνατότητα στον κοινό νομοθέτη να καθιερώσει ειδικές διατάξεις για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος στους απόδημους Έλληνες. Η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας πλειοψήφησε σε σχέση με εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώνοντας 212 θετικές ψήφους (84 αρνητικές και 1 παρών). Νομοτεχνικά έχουμε άλλη μια aperto libro προσθήκη διάταξης σε άσχετο άρθρο. Η διάταξη έπρεπε να προταθεί και προστεθεί, ως προς το πρώτο εδάφιο της, στο άρθρο 51 που ρυθμίζει το πολιτικό δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, ως παράγραφος 6, και όχι στο άρθρο 54 που ρυθμίζει το εκλογικό σύστημα. Σε κάθε περίπτωση ο ερμηνευτής αλλά και ο εφαρμοστής είναι υποχρεωμένοι να κάνουν συστηματική ερμηνεία σεβόμενοι τα όρια που θέτει το Σύνταγμα και σκεπτόμενοι ότι η αναθεώρηση είναι πάντα συντεταγμένη και όχι πρωτογενής εξουσία. Συνεπώς η επιστολική ψήφος που αναφέρεται στο άρθρο 51§4 θεωρείται πλέον καταργηθείσα, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι είναι αυτοπρόσωπη. Οι απόδημοι πρέπει να ψηφίζουν αυτοπροσώπως με φυσική παρουσία σε εκλογικό τμήμα και όχι επιστολικά ή με άλλο πρόσφορο τρόπο. Κατά την άποψη μου στο θέμα αυτό υπάρχει υπέρβαση των ορίων της αναθεωρητικής διαδικασίας και θα διορθωθεί σε επόμενη αναθεώρηση από τις ίδιες τις κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις που κατευθύνουν όλο τον πλανήτη σε μία διαδικτυακή (επι)κοινωνία που δύσκολα θα συμβιβάζεται με αυτοπρόσωπη παρουσία σε εκλογικά τμήματα. Περαιτέρω στα πλαίσια εξεύρεσης ενός consensu omnium, επελέγη ο δρόμος των «δυο ταχυτήτων» και ο διαχωρισμός του εκλογικού σώματος στους «ντόπιους» και τους «απόδημους», για τους οποίους, εφόσον ψηφίσουν εκτός επικράτειας, προβλέπονται οριακά ανεκτοί από πλευράς συνταγματικότητας περιορισμοί, που ναι μεν σε επίπεδο επιστημονικού εργαστηρίου θίγουν αναμφίβολα την καθολικότητα της ψήφου, αλλά στα μέτρα της ζώσας εσωτερικής κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας, είναι κατανοητοί, ως ένα μεταβατικό στάδιο, μέχρι να εγκαταλειφθούν οι προκαταλήψεις και οι δυσπιστίες του παρελθόντος. Πιστεύω οτι στην επόμενη αναθεώρηση, μετά το 2024, θα υπάρξει πλήρης εξομοίωση. Πάντως έγινε η «καλή αρχή».

Δ) Αναθεωρήθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, το άρθρο 62 περί του ακαταδίωκτου των βουλευτών με 179 θετικές ψήφους (έναντι 117 αρνητικών). Ήδη μετά την απόφαση 115/2000 της Ολομέλειας της Βουλής, το αντιπροσωπευτικό σώμα με συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 62, κατά τρόπο φιλικό προς το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, χορηγεί υποχρεωτικά άρση της ασυλίας του βουλευτή, εάν η πράξη δεν συνδέεται με την κοινοβουλευτική δραστηριότητα και δεν υποκρύπτει πολιτική σκοπιμότητα. Να σημειωθεί ότι και ο Κανονισμός της Βουλής προς το σκοπό αυτό, τροποποιήθηκε εκ νέου το 2010, προκειμένου να θεσπιστεί ότι η Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας, η οποία εισηγείται στην Ολομέλεια την άρση ή μη της ασυλίας, ερευνά εάν η πράξη για την οποία ζητείται αυτή συνδέεται με την πολιτική ή κοινοβουλευτική δραστηριότητα του βουλευτή ή η δίωξη, η μήνυση ή η έγκληση υποκρύπτει πολιτική σκοπιμότητα και σε αντίθετη περίπτωση εισηγείται την άρση της ασυλίας (άρθρο 83 παρ. 3 ΚτΒ). Ήδη η Θ’ Αναθεωρητική Βουλή, με την αναθεώρηση του άρθρου 62 εναρμονίζει το Σύνταγμα στην συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα ώστε να μην είναι ανάγκη να προστρέχουμε σε αλλιώτικη εφαρμογή του νοήματος του κανόνα του άρθρου 62. Ορίζεται πλέον και ρητά ότι η Βουλή δίδει υποχρεωτικά την άδεια εφόσον η αίτηση της εισαγγελικής αρχής αφορά αδίκημα το οποίο δεν συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων ή την πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή, εντός τριών (3) μηνών από της υποβολής του αιτήματος.

Ε) Αναθεωρήθηκε  με ευρεία συναίνεση (189 υπέρ, 94 κατά και 14 δήλωσαν παρόντες) το άρθρο 68§2 και προστέθηκε νέο τρίτο εδάφιο και το έως τότε τρίτο γίνεται τέταρτο. Θεσπίζεται πλέον η σύσταση μέχρι δύο μειοψηφικών εξεταστικών επιτροπών ανά κοινοβουλευτική περίοδο, εφόσον η σχετική πρόταση συγκεντρώσει 120 θετικές ψήφους, ανεξαρτήτως εάν οι αρνητικές είναι περισσότερες. Η διάταξη ενισχύει τον κοινοβουλευτικό έλεγχο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά πάλι η εφαρμογή της εξαρτάται από το εάν θα αναπτυχθούν οι κατάλληλες συνθήκες πολιτεύματος, δεδομένου ότι οι εξεταστικές επιτροπές έως σήμερα δεν λειτούργησαν bonis avibus.

Στ) Προστέθηκε στο άρθρο 73 και παράγραφος 6 που προβλέπει τον αμεσοδημοκρατικό θεσμό της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας. Η ψήφιση της συγκεκριμένης διάταξης συγκέντρωσε ευρεία συναίνεση με 254 θετικές ψήφους (32 αρνητικές και 11 βουλευτές δήλωσαν παρόντες). Η σχετική πρόταση νόμου θα πρέπει να υπογράφεται από 500.000 εκλογείς και δεν μπορεί να αφορά τα δημοσιονομικά ζητήματα καθώς και θέματα της εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας, ενώ μόνο έως δυο τέτοιες προτάσεις νόμων μπορεί να εισαχθούν σε κάθε βουλευτική περίοδο. Από νομοτεχνικής πλευράς σκόπιμο θα ήταν σε επόμενη αναθεώρηση να τροποποιηθεί και η πρώτη παράγραφος το άρθρου 73 ώστε να γραφεί οτι την νομοθετική πρωτοβουλία (και όχι «δικαίωμα» όπως εσφαλμένα αναγράφεται σήμερα) ασκούν το Εκλογικό Σώμα υπό την έννοια της παραγράφου 6, η Βουλή και η Κυβέρνηση. Ένα μελλοντικό πρόβλημα που ενδεχομένως μπορεί να γεννήσει η νομοθετική πρωτοβουλία του εκλογικού σώματος είναι ο περιορισμός του ελέγχου της συνταγματικότητας των Νόμων, ειδικά στην περίπτωση που η Βουλή ψηφίσει αυτούσια ή χωρίς σημαντικές αλλαγές την πρόταση νόμου του λαού.

Θεωρητικά δύσκολα μπορεί να νοηθεί έλεγχος ουσιαστικής συνταγματικότητας τέτοιου νόμου από δικαστήριο.

Ζ) Με την μεγαλύτερη πλειοψηφία, όπως ήταν αναμενόμενο (θετικοί ψήφος 274 βουλευτών, καμία αρνητική ψήφος, ενώ 23 βουλευτές ψήφισαν παρών), καταργήθηκε η αποσβεστική προθεσμία για την παραγραφή της υπουργικής δίωξης που προβλεπόταν στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 86§3. Τακτοποιήθηκε έτσι μια εκκρεμότητα από το 2001.

Η) Θεσπίστηκε η πλήρης εξομοίωση των στρατιωτικών δικαστών με τους τακτικούς δικαστές με την αναθεώρηση του  άρθρου 96§5, το οποίο ψηφίστηκε με μεγάλο αριθμό θετικών ψήφων (189 βουλευτές υπερψήφισαν, 94 βουλευτές καταψήφισαν και 14 ψήφισαν παρών).

Θ) Αναθεωρήθηκε το άρθρο 101Α και μειώθηκε η απαιτούμενη για την επιλογή των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών πλειοψηφία από τα 4/5 στα 3/5 του όλου αριθμού των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων. Σημαντική η πρόβλεψη της συνέχειας της λειτουργίας τους με την παράταση της θητείας των μελών τους έως ότου διοριστούν νέα. Θέμα το οποίο είχε δημιουργήσει πολλά προβλήματα στη νομολογία του ΣτΕ. Διορθώθηκε ορθολογικά έτσι ένα lapsus alumni της Αναθεώρησης του 2001 επ΄ωφελεία της λειτουργίας του θεσμού των Ανεξάρτητων Αρχών. Η διάταξη όπως ήταν αναμενόμενο συγκέντρωσε μικρή πλειοψηφία (158 θετικές ψήφους έναντι 139 αρνητικών).

Mε το από 25/11/2019 Ψήφισμα Θ’ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α΄187/28.11.2019), τέθηκε σε ισχύ το αναθεωρημένο για τέταρτη φορά Σύνταγμα του 1975, του οποίου ο σεβασμός, η τήρηση και η επιτυχία του, inter allias, εξαρτάται από τα acta e non verba

Πόρτο Ράφτη 15.6.2020

Γιατί οι δράστες με βιτριόλι πέφτουν στα μαλακά

Η πρόσφατη επίθεση που δέχθηκε η νεαρή γυναίκα στην Καλλιθέα με θειικό οξύ (βιτριόλι) επανέφερε στην μνήμη μας παλιότερες επιθέσεις που είχαν συγκλονίσει την κοινή γνώμη. Παράλληλα, ανέδειξε και ως μείζον πρόβλημα το επιεικές θεσμικό πλαίσιο ποινικής τιμωρίας για τις εν λόγω εγκληματικές πράξεις. Οι επιθέσεις με βιτριόλι, όπως και με άλλα καυστικά υγρά, πχ. με υδροχλωρικό οξύ (ακουαφόρτε), δεν ήταν σπάνιες πριν από μερικές δεκαετίες στην Ελλάδα.

Αντιθέτως, οι ειδεχθείς αυτές πράξεις αποτελούσαν συνηθισμένες τακτικές, τις οποίες ακολουθούσαν τα “θύματα της αγάπης”! Απατημένες σύζυγοι, με τον τρόπο αυτό “εκδικούνταν” τους συντρόφους τους, θεωρώντας πως υπερασπίζονται την πληγείσα αξιοπρέπειά τους. Στη σύγχρονη πραγματικότητα έχουν περιοριστεί οι εν λόγω ενέργειες. Υπήρξαν ωστόσο περιπτώσεις που απασχόλησαν το πανελλήνιο, όπως επί παραδείγματι η επίθεση που δέχθηκε το Δεκέμβριο του 2008 η καθαρίστρια και μετέπειτα ευρωβουλευτής Κωνσταντίνα Κούνεβα και ένα χρόνο νωρίτερα, ο γνωστός ποινικολόγος Παύλος Σαράκης.

Το οξύμωρο του πράγματος έγκειται στο γεγονός πως, αν και οι ανωτέρω επιθέσεις προκαλούν επί της ουσίας ανεπανόρθωτη βλάβη στα θύματά τους, τόσο σε σωματικό επίπεδο (παντοτινή σωματική δυσμορφία) όσο και σε ψυχολογικό, φαίνεται να αντιμετωπίζονται με σχετική επιείκεια από το ποινικό δίκαιο! Ειδικότερα, το 16o κεφάλαιο του Ποινικού Kώδικα προασπίζει το έννομο αγαθό της σωματικής ακεραιότητας και της υγείας.

Στην πλειονότητα τους, τα εγκλήματα των σωματικών βλαβών επισύρουν πλημμεληματικές ποινές. Σε δύο μόνο περιπτώσεις το ισχύον ποινικό πλαίσιο επιφυλάσσει κακουργηματικές ευθύνες στο δράστη. Η πρώτη περίπτωση αφορά τη «θανατηφόρα σωματική βλάβη» που κατοχυρώνεται στο άρθρο 311 του Ποινικού Κώδικα. Για τη στοιχειοθέτησή της απαιτείται η από πρόθεση τέλεση της σωματικής βλάβης αλλά και επιπροσθέτως, η από αμέλεια του δράστη επέλευση ενός σοβαρότερου αποτελέσματος, ήτοι αυτού της προσβολής του εννόμου αγαθού της ζωής του θύματος.

 

Πώς νοείται η βαριά σωματική βλάβη

Συνεπώς, πρόκειται για ένα «γνήσιο εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα» (βλ. άρθρο 29 του Ποινικού Κώδικα). Κατά ρητή επιταγή του ως άνω άρθρου, η «θανατηφόρα σωματική βλάβη» δύναται να επισύρει ποινή πρόσκαιρης καθείρξεως έως και 15 έτη. Η δεύτερη περίπτωση κατά την οποία το έγκλημα των σωματικών βλαβών αντιμετωπίζεται ως κακούργημα από το δίκαιο, θεμελιώνεται στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 310 του ποινικού κώδικα. Πρόκειται, για την «βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη». Για την πλήρωση της υποστάσεώς της θα πρέπει να συντρέχουν δύο στοιχεία, ένα αντικειμενικό και ένα υποκειμενικό.

Αντικειμενικά, θα πρέπει το θύμα να υποστεί από το δράστη πράγματι μεγάλης έντασης και βαρύτητας σωματική βλάβη, όπου αυτή είτε του «δημιούργησε περαιτέρω κίνδυνο για το έννομο αγαθό της ζωής του», είτε «του προκάλεσε βαριά και μακροχρόνια αρρώστια ή σοβαρό ακρωτηριασμό», είτε «τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα και τη διάνοιά του».

Υποκειμενικά, θα πρέπει να προέβη στις ανωτέρω πράξεις με δόλο και μάλιστα όχι με οποιονδήποτε δόλο, αλλά υποχρεωτικά με δόλο «επιδίωξης». Αυτό σημαίνει πως ο δράστης γνωρίζει και παράλληλα επιδιώκει βουλητικά την επέλευση του κακού που προκαλεί. Στις περιπτώσεις λοιπόν αυτές, ο ποινικός νομοθέτης επιφυλάσσει κακουργηματική μεν ποινική ευθύνη, επιβάλλοντας ωστόσο, πρόσκαιρη κάθειρξη που ανώτερο όριό της μπορεί να είναι μέχρι και τα δέκα (10) έτη!

 

Η ποινή οφείλει να έχει διττό περιεχόμενο

Εν προκειμένω, η επίθεση με καυστικό οξύ που δέχθηκε η νεαρή γυναίκα, κατά την πάγια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 2454/2003, ΜΟΔ 280/2019), εντάσσεται ακριβώς στις περιπτώσεις της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, όπως η τελευταία αναλύθηκε ανωτέρω. Η ποινή, αν και κακουργηματική, φαίνεται αρκετά επιεικής και σε καμία περίπτωση δεν ικανοποιεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα αν συνυπολογίσει κανείς αφενός το στυγερό και άμεσο τρόπο τέλεσης του εν λόγω εγκλήματος και αφετέρου τις ανεπανόρθωτες βλάβες που προξενεί στο σώμα και την ψυχή του θύματος.

Συνεπώς, καθίσταται επιβεβλημένο να επέλθει νομοθετική τροποποίηση η οποία θα πρέπει να αυξήσει το πλαίσιο ποινικής τιμώρησης για τέτοιου είδους εγκλήματα. Άλλωστε, αφενός η ευκολία του να προμηθευτεί ο εκάστοτε δράστης το καυστικό υγρό και αφετέρου οι δυσμενέστατες συνέπειες που επιφέρουν οι ως άνω πράξεις στο θύμα, συνηγορούν στο ότι εφεξής οι εν λόγω ενέργειες θα πρέπει να αποτελούν ιδιώνυμα εγκλήματα (delictum sui generis) και να τιμωρούνται ξεχωριστά και αυστηρότερα από τις λοιπές «βαριές σκοπούμενες σωματικές βλάβες».

Τα ιδιώνυμα εγκλήματα, αν και εμφανίζουν κάποια νομοτεχνικά κοινά χαρακτηριστικά με τα “βασικά” της κατηγορίας τους, η κοινωνικοηθική τους απαξία διαφέρει ποιοτικά τόσο έντονα που στην ουσία θεωρούνται αυτοτελή εγκλήματα. Εν κατακλείδι η επιβληθείσα από το δίκαιο ποινή οφείλει να έχει πάντοτε διττό περιεχόμενο.

Από την μια πλευρά πρωτίστως θα πρέπει να τιμωρεί προσωποκεντρικά την παραβατική και έκνομη συμπεριφορά του δράστη και από την άλλη, να προσδίδει το απαραίτητο αίσθημα ασφάλειας και δικαιοσύνης. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο αν ο νομοθέτης αντιμετωπίζει με αυστηρότητα ειδεχθή εγκλήματα που δίχως αμφιβολία διασαλεύουν έντονα την εύρυθμη κοινωνική λειτουργία.

Ποινικό δίκαιο και πανδημία

Οι αυστηρές ποινές υποδεικνύουν την κρισιμότητα της κατάστασης.

Στις 11 Μαρτίου ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, κήρυξε τον ιό COVID-19 ως «πανδημία», που απειλεί την παγκόσμια υγεία. Η αντιμετώπιση αυτού του σοβαρού προβλήματος, αφορά κατά κύριο λόγο την ευρύτερη ιατρική επιστημονική κοινότητα. Ωστόσο, αρωγοί στην προσπάθειά τους αυτή, οφείλουν να είναι και άλλοι επιστημονικοί κλάδοι, οι οποίοι θα πρέπει να συνεισφέρουν με τα δικά τους μέσα στην αντιμετώπιση της κρίσης.

Η κυβέρνηση με τις από 25.2.2020 και 11.3.2020 Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ), που είχαν ως στόχο «τον περιορισμό της διασποράς του ιού», επέβαλε περιορισμό  στην ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών. Στους παραβάτες θα επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο ύψους 150 ευρώ, ενώ στις επιχειρήσεις που παραβιάζουν τα μέτρα, επιβάλλεται με αιτιολογημένη πράξη της αρμόδιας αρχής, διοικητικό πρόστιμο (5.000) ευρώ. Μέτρα, τα οποία εν πολλοίς οι πολίτες θεώρησαν αυστηρά και τα αντιμετώπισαν  με έντονη δυσαρέσκεια. Ωστόσο,  η αλήθεια είναι πως οι διοικητικές αυτές κυρώσεις, φαντάζουν σαν  «χάδι» μπροστά στις ποινικές, που  δύναται υπό περιπτώσεις να επιβληθούν.

Το «βαρύ πυροβολικό» της νομικής επιστήμης, το ποινικό δίκαιο, στο άρθρο 285  ορίζει:

«1. Όποιος παραβιάζει τα μέτρα που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας τιμωρείται: α) με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ζώα , β) με φυλάκιση και χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων.

  1. Αν η παραβίαση είχε ως αποτέλεσμα μεταδοθεί η ασθένεια σε ζώα, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, και αν είχε ως αποτέλεσμα να μεταδοθεί σε άνθρωπο, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη.
  2. Αν η παραβίαση είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.
  3. Όποιος στις περιπτώσεις της παρ 1 παραβιάζει τα μέτρα από αμέλεια, τιμωρείται: α) στην περίπτωση του στοιχ. α΄ με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας και β) στην περίπτωση του στοιχ. β΄ με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή».

Πρόκειται  για μία νέα διάταξη, η οποία τέθηκε εν ισχύ με τις ευρύτατες νομοθετικές αλλαγές του Ιουλίου του 2019 και ουσιαστικά αντικατέστησε τα άρθρα 283 και 284 του παλαιότερου ποινικού κώδικα.   Ανήκει στην κατηγορία των «κοινώς επικίνδυνων» εγκλημάτων. Χαρακτηριστικό στοιχείο αυτών των εγκλημάτων είναι  ότι δύναται να απειλήσουν ένα αόριστο αριθμό ανθρώπων. Προασπίζει το έννομο αγαθό της δημόσιας υγείας.

Ειδικότερα, πρόκειται για έγκλημα «αφηρημένης διακινδύνευσης» ή άλλως, «αφηρημένης επικινδυνότητας». Η στοιχειοθέτηση  της αντικειμενικής υπόσταση των εγκλημάτων αυτών,  αρκείται  μόνο στην  αφηρημένη διαπίστωση ότι ενδέχεται μέσω κάποιας συγκεκριμένης ενέργειας ή (παράλειψης) από πλευράς του δράστη, να επέλθει κάποιος «μελλοντικός και αβέβαιος κίνδυνος» για τη δημόσια υγεία.

Η «βασική» μορφή τους εγκλήματος που κατοχυρώνεται στην παράγραφο 1 τιμωρείται πλημμεληματικά. Αποτελεί ωστόσο, ένα «σοβαρό πλημμέλημα» δεδομένου ότι ενδέχεται να επιβληθεί  στο δράστη η αυστηρότερη ποινή που  μπορεί να επισύρει ένα πλημμέλημα, ήτοι αυτή της πενταετούς φυλάκισης! Θα πρέπει να παρατηρηθεί πως όσον αφορά τη στοιχειοθέτησή του, δεν απαιτείται να επέλθει παράλληλα και η προσβολή του εννόμου αγαθού, ήτοι η βλάβη της δημόσιας υγείας. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ένας φορέας του ιού, ο οποίος παραβιάζει τα μέτρα προσωπικής αυτοαπομόνωσής του (καραντίνα), από το κοινωνικό σύνολο, αυτομάτως ενέχει ποινική ευθύνη χωρίς να απαιτείται  εν τοις πράγμασι  να πλήξει  και  την υγεία  άλλων προσώπων!

Μάλιστα, κατά ρητή επιταγή της παραγράφου 4 του ως άνω άρθρου, υποκειμενικά, το έγκλημα μπορεί να τελεστεί ακόμα και με υπαιτιότητα αμέλειας!  Επί παραδείγματι, έστω πως κάποιος  έχει  συμπτώματα της μεταδοτικής νόσου (αλλά δεν είχε επιβεβαιώσει ακόμα  ότι νοσεί από αυτή), αν αντί να απομονωθεί, επιλέξει να κυκλοφορεί ελεύθερα στο κοινωνικό σύνολο, τότε ενέχει ποινική ευθύνη τουλάχιστον για τη βασική πλημμεληματική  μορφή του εγκλήματος.

Η διαφοροποίηση του εγκλήματος με υπαιτιότητα δόλου (βλ παρ 1), έναντι της αντίστοιχης από αμέλεια (βλ παρ 4) αφορά μόνο τη διαβάθμιση του αξιοποίνου και όχι  τη θεμελίωση αυτού. Έτσι, η τέλεση του εγκλήματος με αμέλεια, επισύρει «φυλάκιση έως δύο έτη και χρηματική ποινή», ενώ αν αυτό τελεστεί με πρόθεση (δόλο), τότε  ο δράστης μπορεί να τιμωρηθεί με φυλάκιση έως και πέντε έτη!

Στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου, υπάγονται οι «διακεκριμένες» μορφές του εγκλήματος που επισύρουν κακουργηματικές ποινές!

Η διαφοροποίησή  τους σε σχέση με τη βασική μορφή του εγκλήματος της παραγράφου 1 (πλημμέλημα) έγκειται,  στο γεγονός πως για τη θεμελίωση της αντικειμενικής τους υπόστασης, δεν αρκεί απλώς και μόνο η διακινδύνευση του προστατευόμενου εννόμου αγαθού, αλλά απαιτείται  παράλληλα και βλάβη αυτού (μετατροπή σε έκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα)!

Έτσι, το δικαστήριο, σύμφωνα με την 2η  παράγραφο, μπορεί να επιβάλλει ποινή πρόσκαιρης καθείρξεως έως 10 ετών, αν η ασθένεια μεταδόθηκε σε άλλον άνθρωπο, ενώ κατά την παράγραφο 3,  αν η παραβίαση είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο ενός ή περισσοτέρων ανθρώπων,  μπορεί να επιβληθεί κάθειρξη πρόσκαιρη τουλάχιστον 10 ετών, έως και ισόβια! Φυσικά, οι  «διακεκριμένες» κακουργηματικές μορφές  του εγκλήματος, απαιτούν αποκλειστικά υπαιτιότητα δόλου.

Εν συνόλω το άρθρο 285 στοιχειοθετεί μια «εν λευκώ ποινική» διάταξη. Αυτό σημαίνει πως οι προϋποθέσεις της ποινικής αξιολόγησης , δεν περιγράφονται  ρητά στον συγκεκριμένο ποινικό νόμο, αλλά σε άλλους  παραπεμπόμενους νόμους (τυπικούς ή ουσιαστικούς) βλ  εν προκειμένω τις από  25.2.2020, 11.3.2020 και 20.3.2020  Πράξεις Νομοθετικού Περιερχομένου.

Στο πλαίσιο αυτό ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου εξέδωσε την από 12.3.2020 Εγκύκλιο προς τους Εισαγγελείς Εφετών και δι΄ αυτών στους Εισαγγελείς Πρωτοδικών της χώρας, τους οποίους προτρέπει να παρεμβαίνουν, κατά την κρίση τους σε «κάθε νόμιμη περίπτωση».

Ως εκ τούτου, το νομικό μας σύστημα παρουσιάζεται απόλυτα ικανό και έτοιμο να προσφέρει πολύτιμη αρωγή στις επιστήμες της υγείας, σχετικά με την αντιμετώπιση της διασποράς του ιού. Παρά ταύτα, είναι σαφές πως  το ποινικό δίκαιο, η εφαρμογή του και οι απειλούμενες ποινικές  κυρώσεις, δεν θα πρέπει να είναι ο κανόνας αλλά η εξαίρεση σε αυτή την κατάσταση! Θα πρέπει να είναι η ύστατη λύση!

Πρωτίστως, η αντιμετώπιση της κρίσης απορρέει από μέσα μας! Από την ανάγκη προστασίας της  ζωής  ημών και των συμπολιτών μας. Αυτό απαιτεί εσωτερική σοβαρότητα, υπομονή και συνέπεια όλων μας ως προς τις κατευθυντήριες  γραμμές που έχουν τεθεί από τους ειδικούς.

 

Δημοσιεύτηκε στην

Πλειστηριασμός ακινήτου. Ύπαρξη νομικών ελαττωμάτων. Δικαιώματα υπερθεματιστού.

ΑΠ 11/2015

Πλειστηριασμός ακινήτου. Ύπαρξη νομικών ελαττωμάτων. Δικαιώματα υπερθεματιστού.

 

Κατά τη διάταξη ουσιαστικού δικαίου του άρθρ. 1017 § 2 ΚΠολΔ, σε περίπτωση πλειστηριασμού πράγματος κινητού ή ακινήτου υπάρχει ευθύνη για τα νομικά ελαττώματα του πράγματος μόνον εκείνου που επέσπευσε τον πλειστηριασμό και μόνον αν αυτός γνώριζε κατά τον κρίσιμο χρόνο του πλειστηριασμού την ύπαρξη του νομικού ελαττώματος, ενώ δεν αποκλείεται ευθύνη και από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Νομικό ελάττωμα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής αποτελεί κάθε δικαίωμα τρίτου, το οποίο βαρύνει το πράγμα και μπορεί να προβληθεί και εναντίον του υπερθεματιστή, εμποδίζοντας έτσι την ελεύθερη προς αυτόν μεταβίβαση της κυριότητας του πράγματος και την άσκηση των εξουσιών που απορρέουν από αυτήν (ΑΠ 580/2006), αφού με τον πλειστηριασμό δεν εξαλείφονται τα δικαιώματα των τρίτων στο πράγμα, αλλά παραμένουν και ο υπερθεματιστής αποκτά κατά το άρθρ. 1005 ΚΠολΔ το δικαίωμα μόνο στην έκταση που το είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση.

Συνεπώς ο υπερθεματιστής, ο οποίος μολονότι κατέβαλε το πλειστηρίασμα, δεν απέκτησε εντούτοις το πράγμα ελεύθερο από δικαιώματα τρίτων, όπως συμβαίνει όταν το πράγμα δεν ανήκει εξ ολοκλήρου στον καθ’ ου η εκτέλεση ή βαρύνεται με προσωπικές δουλείες, δικαιούται αφενός μεν να στραφεί εναντίον εκείνου που επέσπευσε τον πλειστηριασμό και να ασκήσει κατ’ αυτού, εφόσον, κατά το χρόνο του πλειστηριασμού, ο ίδιος μεν αγνοούσε, εκείνος όμως γνώριζε και όχι απλώς αγνοούσε, έστω από υπαιτιότητά του, την ύπαρξη του νομικού ελαττώματος (Ολ ΑΠ 1177/1984, ΝοΒ 1985.95, ΑΠ 470/2013), όσα δικαιώματα του παρέχονται από τις διατάξεις των άρθρ. 514-516, 382 του ΑΚ, που ρυθμίζουν την ευθύνη του πωλητή για νομικά ελαττώματα του πωλούμενου πράγματος (ΑΠ 1313/2009), αφού ο πλειστηριασμός είναι ιδιόρρυθμη σύμβαση πώλησης, ενεργούμενη υπό το κύρος της Αρχής και τελειούμενη με την κατακύρωση (ΟλΑΠ 12/2008, ΑΠ 1036/2009, 1022/2009, 866/2004), αφετέρου δε να ασκήσει τις αξιώσεις του από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό εναντίον όποιου ενέχεται προς απόδοσή του κατά τις διατάξεις των άρθρ. 904-913 του ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες προϋπόθεση για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης είναι η ύπαρξη πλουτισμού του λήπτη χωρίς νόμιμη αιτία και η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, στερείται δε νόμιμης αιτίας και επομένως είναι αδικαιολόγητος ο πλουτισμός που δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος ή κατ’ εξαίρεση από τη θέληση του νομοθέτη, ενώ νόμιμη αιτία δικαιολόγησης του πλουτισμού, εκτός από τη βούληση του ζημιωθέντος ή του νομοθέτη, είναι και το αντάλλαγμα που τυχόν παρέχει ο λήπτης του πλουτισμού, δηλαδή η οικονομική θυσία του έναντι του αποκτώμενου πλουτισμού, η οποία, αν είναι ισάξια με αυτόν, ανταποκρίνεται πλήρως στην εξισωτική αποστολή του θεσμού του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 2266/2013).

Ειδικότερα, ο υπερθεματιστής δικαιούται, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρ. 380 του ΑΚ, στην οποία παραπέμπει το άρθρ. 382 του ίδιου Κώδικα, να θεωρήσει, σε περίπτωση νομικού ελαττώματος του πράγματος, ότι έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής του πλειστηριάσματος και με βάση τη διάταξη του άρθρ. 389 § 2 του ίδιου επίσης Κώδικα να αρνηθεί την καταβολή του και να το αναζητήσει κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εάν το έχει ήδη καταβάλει (ΑΠ 453/2006, 872/1973), χωρίς μάλιστα να είναι αναγκαίο να επιδιώξει προηγουμένως την ακύρωση του πλειστηριασμού, εφόσον γίνει δεκτή η άποψη ότι δικαιούται να ζητήσει για την αιτία αυτή την ακύρωσή του (Μπρίνιας, ΑναγκΕκτ2, 1982, V § 657 σ. 2168).

  ΄Έτσι αν έχει ήδη γίνει η διανομή του πλειστηριάσματος στους δανειστές, υπόχρεοι να επιστρέψουν στον υπερθεματιστή το πλειστηρίασμα που κατέβαλε αυτός για πράγμα βαρυνόμενο με νομικό ελάττωμα, δεν είναι οι δανειστές, αφού αυτοί εισέπραξαν μεν από το πλειστηρίασμα εν όλω ή εν μέρει τις απαιτήσεις τους κατά του καθ’ ου η εκτέλεση, με αντίστοιχη όμως απόσβεση των απαιτήσεών τους (άρθρ. 416, 417 ΑΚ) και συνεπώς υπό την έννοια αυτή δεν κατέστησαν αδικαιολόγητα πλουσιότεροι σε βάρος του επισπεύδοντος, όπως αντίθετα έγινε ο καθ’ ου η εκτέλεση, αφού με τη διανομή του πλειστηριάσματος στους δανειστές του και την απόσβεση έκτοτε εν όλω ή εν μέρει των εναντίον του απαιτήσεών τους απαλλάχθηκε αντίστοιχα του χρέους του προς αυτούς, έναντι όμως ανύπαρκτου ή κατώτερου από μέρους του ανταλλάγματος, γι’ αυτό ο ίδιος και όχι οι δανειστές του νομιμοποιείται παθητικά στην ασκούμενη από τον υπερθεματιστή αγωγή επιστροφής του πλειστηριάσματος (ΑΠ 1523/2006, 860/1977 ΝοΒ 1978.695, 110/1982 ΝοΒ 1982.1258).

    Ο καθ’ ου η εκτέλεση νομιμοποιείται παθητικά ως εναγόμενος και όταν δεν έχει συνταχθεί πίνακας κατάταξης δανειστών ή οι δανειστές δεν έχουν εισπράξει ακόμη τις απαιτήσεις τους από το πλειστηρίασμα, αφού, κατά την ορθότερη και κρατούσα γνώμη, με την καταβολή του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή στο συμβολαιογράφο που διενήργησε τον πλειστηριασμό, αυτό αποτελεί έκτοτε στοιχείο της περιουσίας του καθ’ η εκτέλεση (Μπέης Δ 1978.576, Μπρίνιας, ΑναγκΕκτ2, 1979, ΙΙ § 349 σ. 893, V, 1982, § 656 σ. 2166, Νικολόπουλος στον ΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΙΙ, 2000, άρθρ. 1017 αριθ. 4, Νίκας, ΔικΑναγκΕκτ ΙΙ, 2012,  § 49 αριθ. 56 σ. 427) και η απόφαση που τον υποχρεώνει να το επιστρέψει στον υπερθεματιστή ισχύει και μπορεί κατά τα άρθρ. 325 αριθ. 3 και 919 αριθ. 1 ΚΠολΔ να εκτελεστεί και κατά του συμβολαιογράφου, που κατέχει το πλειστηρίασμα για λογαριασμό του καθ’ ου η εκτέλεση ως θεματοφύλακας.

        Με δεδομένο, ωστόσο, ότι με την οριστική κατάταξη των δανειστών στο σχετικό πίνακα αυτοί αποκτούν κατά του συμβολαιογράφου του πλειστηριασμού και κατ’ επέκταση και κατά του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, στο οποίο ο συμβολαιογράφος υποχρεούται να καταθέσει κατά το άρθρ. 965 § 4 ΚΠολΔ το πλειστηρίασμα, ενοχική αξίωση προς απόδοση σ’ αυτούς του μέρους του πλειστηριάσματος, στο οποίο οι ίδιοι κατατάχθηκαν, ορθά επίσης υποστηρίζεται ότι αυτοί γίνονται κατά την εν λόγω αξίωση και μέχρι την είσπραξή της, οπότε τότε μόνον αποσβήνεται η αντίστοιχη απαίτησή τους κατά του καθ’ ου η εκτέλεση, αδικαιολόγητα πλουσιότεροι σε βάρος του υπερθεματιστή και δικαιούται συνεπώς αυτός να στραφεί και εναντίον τους και να ζητήσει να του εκχωρήσουν την ως άνω αξίωσή τους με καταδίκη τους σε σχετική δήλωση βουλήσεως κατά το άρθρ. 949 ΚΠολΔ (Σταθόπουλος στον ΑστΚωδ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου IV, 1982, άρθρ. 904 αριθ. 129 σ. 638 – 639).

        Σε κάθε περίπτωση ο υπερθεματιστής έχει μεν έννομο συμφέρον, επικαλούμενος την ύπαρξη νομικού ελαττώματος στο πράγμα που πλειστηριάστηκε και κατακυρώθηκε σ’ αυτόν, να ζητήσει, στρεφόμενος κατά του καθ’ ου η εκτέλεση, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του τελευταίου να του επιστρέψει το όλο ή μέρος του πλειστηριάσματος που αδικαιολόγητα, λόγω του νομικού ελαττώματος, κατέβαλε, δεν δικαιούται όμως, στρεφόμενος κατά των δανειστών που κατατάχθηκαν στο σχετικό πίνακα, να ζητήσει να αναγνωριστεί ότι αυτοί δεν έχουν δικαίωμα είσπραξης του πλειστηριάσματος για το οποίο κατατάχθηκαν, ενόσω δεν έχει ακόμη εκχωρηθεί η αξίωσή τους σ’ αυτόν. Αντίστοιχα δεν δικαιούται να ζητήσει με την ανακοπή του άρθρ. 583 ΚΠολΔ την ακύρωση του πίνακα κατάταξης των δανειστών, χωρίς να έχει ήδη ακυρωθεί ο πλειστηριασμός ή να ζητείται παράλληλα η ακύρωσή του, αφού, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρ. 970, 971, 974-980 ΚΠολΔ, ο συμβολαιογράφος δεν δικαιούται, για όσο εξακολουθεί να είναι σε ισχύ ο πλειστηριασμός, να παρακρατήσει και να μην διανείμει το όλο ή μέρος του πλειστηριάσματος, με σκοπό να επιστραφεί αυτό ακολούθως στον υπερθεματιστή, εφόσον αυτός με την ανακοπή του δεν το διεκδικεί συγχρόνως από τον καθ’ ου η εκτέλεση ως αχρεωστήτως καταβληθέν ή δεν έχει ήδη βεβαιωθεί τελεσίδικα η σχετική αξίωσή του, οπότε και χωρίς τυπική ακύρωση ο πίνακας είναι έκτοτε ανενεργός.

Νέος Ποινικός Κώδικας (με τον Ν. 4619/2019 και την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 27ης.6.2019

 

 

Ο νέος Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019 – ΦΕΚ Α΄ 95/11.6.2019) ψηφίσθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων στις 6.6.2019 με έναρξη ισχύος την 1η.7.2019. Παρά ταύτα, ήδη προ της ενάρξεώς του, το περιεχόμενό του τροποποιήθηκε με την από 27.6.2019 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου η οποία και έχει συμπεριληφθεί στην παρούσα έκδοση.

Από την έναρξη ισχύος του, ουσιαστικά καταργείται ο Ποινικός Κώδικας που ίσχυσε από την 1η.1.1951, καθώς και κάθε διάταξη που τροποποιούσε τον νόμο αυτόν.

Ο νέος Κώδικας επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο οικοδόμημα του ποινικού δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νομοθετήματος, έχουν ως στόχο τον εκσυγχρονισμό της ποινικής νομοθεσίας.

Ειδικότερα, οι σημαντικότερες αλλαγές είναι:

1) Μείωση του ανωτάτου ορίου της πρόσκαιρης κάθειρξης από 20 χρόνια (που ίσχυε με το παλιό ποινικό κώδικα) σε 15 (βλ. άρθρο 52 παρ. 2 ΠΚ),

2) Πλήρης κατάργηση των πταισμάτων (άρθρα 411-457 του παλιού ποινικού κώδικα) και των ποινών που αντιστοιχούσαν σε αυτά, ήτοι της ποινής του προστίμου και της κρατήσεως, ενώ απαλείφεται από τον ορισμό των ποινών και ο εγκλεισμός σε ψυχιατρικό κατάστημα.

3) Εισάγεται ως νέα κύρια ποινή η παροχή κοινωφελούς εργασίας (βλ. άρθρο 50 ΠΚ). Πλέον, οι προβλεπόμενες ποινές για τα αδικήματα του Ποινικού Κώδικα είναι: α) οι στερητικές της ελευθερίας ποινές, β) οι χρηματικές ποινές και γ) η προσφορά κοινωφελούς εργασίας, ενώ ως ποινές στερητικές της ελευθερίας παραμένουν η κάθειρξη, η φυλάκιση και ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων.

4) Καταργούνται από το άρθρο 13 του κώδικα  οι έννοιες του ιδιαίτερα επικίνδυνου εγκληματία και της κατά συνήθεια τέλεσης του εγκλήματος, ωστόσο συνεχίζουν να στοιχειοθετούν σε πληθώρα επιμέρους  αδικημάτων επιβαρυντικές κακουργηματικές περιστάσεις.

5) Καταργείται ο αναχρονιστικός νόμος περί καταχραστών του Δημοσίου 1608/1950. Ενώ παράλληλα καταργείται η σωρευτική επιβαρυντική περίσταση σε πληθώρα οικονομικών αδικημάτων, στην κατ’ επάγγελμα τέλεση (άρθρο 13 ΠΚ) σε συνδυασμό με το ύψος του οφέλους της ζημιάς άνω των 30.000 Ευρώ. Παραμένει, ωστόσο, ως επιβαρυντική κακουργηματική περίσταση το όριο των 120.000 Ευρώ χωρίς την συνδρομή της κατ’ επάγγελμα τέλεσης. Όταν, δε, το αδίκημα αυτό τελείται σε βάρος του Δημοσίου, θεσπίζεται ειδική 20ετής παραγραφή.

6) Σχετικοποιούνται τα οικονομικά αδικήματα, αφού άλλα διώκονται μόνο κατ’ έγκληση, ενώ για άλλα θεσπίζονται στα διάφορα διαδικαστικά στάδια προϋποθέσεις εξάλειψης του αξιόποινου ανάλογα με την αποκατάσταση του παθόντος.

7) Καταργείται η δυνατότητα μετατροπής ποινών στερητικών της ελευθερίας σε χρήμα. Ως εκ τούτου, όταν επιβάλλεται φυλάκιση μεγαλύτερη των 3 ετών (μη επιδεχόμενη, δηλαδή, αναστολής κατ’ άρθρο 99), δεν είναι δυνατή η μετατροπή της σε χρήμα. Μονάχα, υπάρχει η δυνατότητα έκτισης της ποινής στην κατοικία, υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 105 του νέου Κώδικα. Δηλαδή, μόνο όταν πρόκειται για μητέρα με ανήλικο παιδί μέχρι οκτώ ετών ή εάν και εφόσον ο καταδικασθείς υπερβαίνει το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας του ή εάν έχει εκτίσει το 1/10 της ποινής.

8) Καταργούνται οι νόμοι με προσωρινή ισχύ ως αντίθετοι στον υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα του άρθρου 15 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά Δικαιώματα και παράλληλα καταργείται και ως αντισυνταγματική η διάταξη του άρθρου 4 του παλαιού ποινικού κώδικα σχετικά με την μη εφαρμογή της αρχής του ηπιότερου νόμου (άρθρο 2) και την επιβολή μέτρων ασφαλείας.

Αναμφίβολα, ο νέος ποινικός κώδικας επιφέρει ρηξικέλευθες επεμβάσεις στη μέχρι τώρα θεώρηση του ποινικού δικαίου, αφού εισάγει καινοφανείς για το ελληνικό ποινικό δίκαιο ρυθμίσεις. Οι ρυθμίσεις αυτές αφενός συμβάλλουν  στην επίλυση του  πολυσύνθετου προβλήματος της συμφόρησης των φυλακών (βλ. ενδεικτικά άρθρο 105 ΠΚ) και αφετέρου δημιουργούν επιεικέστερο για τον καταδικασθέντα ποινικό πλαίσιο (βλ. ενδεικτικά: i) μείωση του ανώτατου ορίου  της πρόσκαιρης καθείρξεως από 20 χρόνια σε 15 χρόνια, ii) εισαγωγή της κοινωφελούς εργασίας κατ’ άρθρον 105Α ως κύριας ποινής, iii) κατάργηση δρακόντειων νόμων όπως ο ν. 1608 /1950, iv) κατάργηση της δυνατότητας επιβολής σωρευτικής ποινής σε περιπτώσεις ανθρωποκτονίας εξ αμελείας κατά συρροή κ.ά.)

Ωστόσο, γεγονός είναι πως ο νέος νόμος εγείρει και κάποιους σημαντικούς προβληματισμούς. Αν και φαίνεται να επιλύει το πρόβλημα συμφόρησης των φυλακών, σχετικά με κάποια κακουργήματα (βλ. άρθρο 105), όσον αφορά τα πλημμελήματα θεσπίζεται η κατάργηση της μετατροπής των ποινών φυλάκισης σε χρηματικές ποινές. Επιπλέον, θεσπίζεται η υποχρεωτική έκτιση έστω μέρους της ποινής φυλάκισης για καταδίκες άνω των τριών ετών. Στην πραγματικότητα λοιπόν, υφίσταται κίνδυνος να αποσυμφορηθούν μεν οι φυλακές από καταδικασμένους για κακουργήματα και πλέον να εκτίουν ποινές φυλακίσεως οι καταδικασθέντες για τα λεγόμενα «σοβαρά» πλημμελήματα! Η ανωτέρω πρακτική σαφώς αποτελεί οπισθοδρόμηση  και είναι «ξένη» προς τον ποινικό μας πολιτισμό, δεδομένου πως επί τεσσαρακονταετίας η πρακτική ήταν να μην εκτίονται ποινές φυλακίσεως για πλημμεληματικής φύσεως εγκλήματα. Επιπλέον, τίθεται ευλόγως και ο ρεαλιστικός προβληματισμός σχετικά με το κατά πόσο είναι εφικτό να συνυπάρξουν στις φυλακές άνθρωποι καταδικασμένοι για πλημμελήματα, με βαρυποινίτες οι οποίοι έχουν καταδικαστεί για σοβαρά κακουργήματα. Υπάρχουν άραγε οι υποδομές στις φυλακές για το διαχωρισμό και την ασφαλή διαβίωση των δύο ως άνω διαφορετικών κατηγοριών εγκληματιών; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική!

Εν κατακλείδι, θα πρέπει να επισημανθεί πως πριν ακόμη τεθεί σε εφαρμογή ο νέος κώδικας, με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (27.6.2019) έλαβαν χώρα 13 τροποποιήσεις! Παρόλο που εν πολλοίς  πρόκειται κυρίως για λεπτομερειακού τύπου διορθώσεις (βλ. ενδεικτικά περ. δ’ του άρθρου 8, την προσθήκη της παρ. 3 στο άρθρο 463), οι οποίες δεν μετέβαλαν την ουσία των μεταρρυθμίσεων, εντούτοις δημιουργούν εύλογη ανησυχία για την μελλοντική πρακτική του νομοθέτη. Άλλωστε, το βέβαιο είναι πως οι συνεχείς αλλαγές σε ένα  τόσο σημαντικό νομοθέτημα όπως ο ποινικός κώδικας, που ουσιαστικά αφορά την εύρυθμη λειτουργία ολόκληρης της ποινικής δικαιοσύνης, μόνο ανασφάλεια και ανησυχία προκαλούν στους πολίτες.

Η παρούσα έκδοση, ακολουθώντας τη γενική πολιτική των εκδόσεων LEX BOOK, είναι έγχρωμη, με ευανάγνωστη σε μέγεθος και τύπο γραμματοσειρά, γεγονός που την καθιστά ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια κάθε νομικού αλλά και πολίτη! Κρίθηκε σκόπιμο για αποτελεσματικότερη μελέτη και κατανόηση των νέων διατάξεων να συμπεριληφθεί τόσο μέρος της αιτιολογικής έκθεσης του νέου νόμου, όσο και πίνακες αντιστοιχίας των νέων άρθρων του ποινικού κώδικα σε σχέση με τα παλιά. Άλλωστε, θα πρέπει να επισημανθεί ότι πρόκειται για τον μόνο πλήρη ποινικό κώδικα που κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή, δεδομένου πως συμπεριλαμβάνει και τις τροποποιήσεις που επέφερε η από 27.6.2019 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου.

 

Αθήνα, 5 Ιουλίου 2019

Λουκάς Α. Προυσανίδης

Δικηγόρος