ΜΠρΑμαλ 58/2017

Και μετά τον ν. 4335/2015, είναι δυνατή η αναστολή της εκτελέσεως δια της συστηματικής-τελολογικής ερμηνείας του άρθρ. ΚΠολΔ 937 § 1γ, τόσο στην άμεση όσο και στην έμμεση εκτέλεση. Ωστόσο, επί επικειμένου πλειστηριασμού, η αίτηση ανστολής ασκείται παραδεκτά μόνον όταν δεν είναι δυνατή η εμπρόθεσμη εκδίκαση της ανακοπής.

 

1. Με τις διατάξεις του Ν. 4335/2015 επήλθαν εκτεταμένες τροπο­ποιήσεις σε αρκετά κεφάλαια του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με­ταξύ των οποίων και σε εκείνο της Αναγκαστικής Εκτέλεσης. Οι νέες διατάξεις, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρ. 1 άρθρου ένατου § 3 του ίδιου νόμου, εφαρμόζονται στις περιπτώσεις των ανα­γκαστικών εκτελέσεων επί των οποίων η σχετική επιταγή προς πλη­ρωμή ή προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1.1.2016Εάν αντιθέτως η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση έγινε πριν από τις 2.1.2016, η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από όλες οι διατάξεις του ΚΠολΔ που ίσχυαν έως την 1.1.2016, περιλαμβανομένου α­σφαλώς και του άρθ. 938 ΚΠολΔ. Η διάταξη αυτή, που καταργήθηκε με την § 1 του άρθρου όγδοου του άρθρ. 1 Ν. 4335/2015, προέβλεπε ότι «με αίτηση του ανακόπτοντος μπορεί να διαταχθεί η ανα­στολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με εγγύηση ή και χωρίς εγγύη­ση, αν ο δικαστής κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής», αφορούσε δηλαδή κάθε είδος ανα­γκαστικής εκτέλεσης.

2. Ο νομοθέτης προέβη στην κατάργηση έχοντας προφανώς υπόψιν ό­τι, για το βασικότερο μέσο εκτέλεσης, δηλ. την κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη με επακόλουθο πλειστηριασμό, δεν έχει πλέον έννοια η ύπαρξη αίτησης αναστολής, αφού κατ’ άρθρ. 933 συνδ. 954 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκαν με την § 2 του όγδοου άρθρου του άρθρ. 1 Ν. 4335/2015), η απόφαση επί της ανακοπής κατά της εκτέλεσης εκδίδεται πριν από τον πλειστηριασμό, ο οποίος διενεργείται τον όγδοο μήνα από την κατάσχεση, χωρίς η άσκηση ενδίκου μέσου να ανα­στέλλει την εκτέλεσή της (ΚΠολΔ 937 § 1 περ. β εδ. γ, όπως η § 1 αντικαταστάθηκε με την § 2 του όγδοου άρθρου του άρθρ. 1 Ν. 4335/2015). Περαιτέρω στο άρθρο 937 § 1 ΚΠολΔ, όπως κατά τα άνω ισχύει, προβλέπεται ότι: α) σε περίπτωση άσκησης ενδίκου μέ­σου κατά της απόφασης επί της ανακοπής, μπορεί το δικαστήριο που θα δικάσει το ένδικο μέσο, αν πιθανολογεί την ευδοκίμησή του, να διατάξει (με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων) την αναστο­λή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθω­τη βλάβη στον αιτούντα (περ. β εδ. γ) και β) σε περίπτωση άμεσης ε­κτέλεσης, το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί ανακοπή, μπορεί μετά από αίτηση του ανακόπτοντος που δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης (περ. γ). Για τα λοιπά όμως μέσα έμμεσης εκτέλεσης δεν προβλέπεται αντίστοιχη καθυστέρηση, όπως επί πλειστηριασμού, και είναι δυνατό αυτά να επισπευσθούν εντός των χρονικών ορίων του άρθρ. 926 ΚΠολΔ, δηλ. από την πάρο­δο της τρίτης εργάσιμης ημέρας από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση και μέχρι την πάροδο έτους από αυτή, η δε ολοκλήρωση της εκτέλεσης να συντελεστεί εντός μικρού χρονικού διαστήματος. Στην περίπτωση π.χ. της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, η οποία σα­φώς αποτελεί έμμεση εκτέλεση, εάν δεν υπάρξει δικονομική επι­πλοκή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 985 επ. ΚΠολΔ, ή διαδι­κασία μπορεί να ολοκληρωθεί σε χρόνο μικρότερο του ενός μηνός. Εάν δε παράλληλα υπολογιστεί ο χρόνος κατά τον οποίο ενδεχομέ­νως μπορεί να εκδοθεί απόφαση επί της ανακοπής, αυτός πρακτικά (και ενόψει των προθεσμιών του άρθρ. 933 ΚΠολΔ) θα είναι μεγαλύ­τερος των τριών μηνών -συνήθως μάλιστα θα είναι αρκετά μεγαλύ­τερος.

3. Τίθεται επομένως το ερώτημα εάν σας περιπτώσεις της έμμεσης ε­κτέλεσης (πλην εκείνης της επίσπευσης πλειστηριασμού) υπάρχει πράγματι απαγόρευση αναστολής της εκτέλεσης. Το ενδεχόμενο αυ­τό θα πρέπει να αποκλειστεί για τους εξής λόγους:

Α) Η αναγκαστι­κή εκτέλεση ανέκαθεν γινόταν αντιληπτή ως δραστική παρέμβαση στην προσωπική ή περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη και, για το λόγο αυτό, ο νομοθέτης του ΚΠολΔ παγίως θεωρούσε ότι δεν πρέπει να επιτρέπει την έναρξη ή τη συνέχισή της, όταν ο οφειλέτης προ­βάλλει λόγους οι οποίοι, μετά τη διάγνωσή τους ως βάσιμων κατά την προσήκουσα διαδικασία, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην α­κύρωση της εκτέλεσης (Γέσιου-Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως τ. Ι, § 43 αριθμ. 1).

Β) Όμως ο εξαναγκασμός του οφειλέτη να υποστεί εκτέλεση χωρίς να μπορεί να αμυνθεί έγκαιρα, του στερεί το δικαίωμα της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που δικαι­ούται κατ’ άρθρ. 20 Συντ. (έτσι, και όχι με προσφυγή στην αρχή της αναλογικότητας, Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση άρθρ. 938 αριθμ. 2). Στέρηση που ορισμένες φορές μπορεί να λάβει το χαρακτήρα έντονης αδικίας, αν π.χ. ο οφειλέτης επικα­λείται εξόφληση ή την υπαγωγή του σε καθεστώς που ενέχει απαγό­ρευση λήψης διωκτικών μέτρων εναντίον του κ.λπ. (μάλιστα η κατάρ­γηση του άρθρ. 938 ΚΠολΔ έχει χαρακτηριστεί αδικαιολόγητη -βλ. Μακρίδου-Απαλλαγάκη-Διαμαντόπουλου, Πολιτική Δικονομία-Θεωρία υπό το ν. 4335/2015, σ. 39).

Γ) Υπό το πρίσμα αυτό, δύσκο­λα θα μπορούσε να ευσταθεί συνταγματικά η ανωτέρω εκδοχή, κα­θόσον επιπλέον, ως έχει η γραμματική διατύπωση του νόμου, η προσωρινή προστασία του οφειλέτη δεν εξαρτάται από το νομικό και ουσιαστικό βάρος των αντιρρήσεών του και την έκταση της βλάβης που θα υποστεί, αλλά από τυχαίο γεγονός: ποιο δηλαδή μέσο ανα­γκαστικής εκτέλεσης επισπεύδει κάθε φορά ο δανειστής ως πιο πρό­σφορο για την ικανοποίησή του.

Δ) Την ανάγκη ύπαρξης σταδίου αναστολής εκτέλεσης, υπό τις ως άνω νέες διατάξεις για την αναγκα­στική εκτέλεση, έχει ήδη αναγνωρίσει και η αρεοπαγητική νομολο­γία: με την υπ’ αριθμ. Συμβ.ΑΠ 11/2017 (δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Ισοκράτης του ΔΣΑ), που εκδόθηκε επί αιτήσεως αναστολής για ε­κτέλεση που ναι μεν αφορούσε πλειστηριασμό, αλλά η ανακοπή δεν κατέστη δυνατό να εκδικαστεί πριν από αυτόν, δέχθηκε τα εξής: «Αν ωστόσο δεν είναι δυνατόν να τηρηθούν οι προθεσμίες αυτές, ο καθ’ ου η εκτέλεση έχει τη δυνατότητα να επιδιώξει την αναστολή με τη μορφή της προσωρινής ρυθμίσεως καταστάσεως κατά το άρθρο 731 ΚΠολΔ, εφόσον βέβαια υπάρχει βάσιμος κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ λόγος ανακοπής κατά της επιχειρούμενης εκτέλεσης και πιθανολο­γείται έτσι η ευδοκίμηση της ανακοπής και η ανατροπή του εκτελε­στού τίτλου. Τα ίδια ισχύουν και επί κατασχέσεως χέρια τρίτου (άρ­θρα 982 επ. ΚΠολΔ), η οποία συνιστά είδος έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης και επομένως για τη δυνατότητα αναστολής μετά από α­νακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ εφαρμόζονται οι ανωτέρω διατάξεις (Συμβ.ΑΠ 142/2016)». Όμοια λύση προτείνεται και σε Μακρίδου-Απαλλαγάκη-Διαμαντόπουλου ό.π. (όπου και εξηγείται ο λόγος για τον οποίο ο νομοθέτης έχει εκφραστεί εν προκειμένω εσφαλμένα).

4. Το παρόν Δικαστήριο έχει όμως την άποψη ότι δεν χρειάζεται καν η προσφυγή στο θεσμό της προσωρινής ρύθμισης κατάστασης, διότι (πέραν των δογματικών προβλημάτων περί τον χαρακτηρισμό της αναστολής εκτέλεσης ως γνήσιου ασφαλιστικού μέτρου και της δυ­νατότητας εφαρμογής του άρθρ. 731 ΚΠολΔ -βλ. τη σχετική προ­βληματική σε Γέσιου-Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, 2017, Ι, § 43, αριθμ. 12-15), ενόψει όσων προαναφέρθηκαν, καθίσταται ανα­γκαία η συστηματική-τελολογική ερμηνεία του άρθ. 937 § 1 περ. γ ΚΠολΔ, ώστε να ισχύει σε κάθε περίπτωση κύριας εκτέλεσης, δηλα­δή τόσο στην άμεση όσο και στην έμμεση, υπό τον περιορισμό ότι, επί επικειμένου πλειστηριασμού, η αίτηση ασκείται μόνο όταν δεν είναι δυνατή η εμπρόθεσμη εκδίκαση της ανακοπής του άρθρ. 933 ΚΠολΔ.

5. Περαιτέρω αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ το καταργηθέν άρθρ. 938 ΚΠολΔ όριζε ως προϋποθέσεις αναστολής της εκτέλεσης ότι α) η διε­νέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και β) ότι πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής, ήδη το άρθρ. 937 § 1 ΚΠολΔ στη μεν περ. β, όταν δηλαδή η αίτηση αναστολής κρίνεται από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, έχει επαναλάβει τις ίδιες προϋποθέσεις, στη δε περ. γ, δηλ. τις αιτή­σεις αναστολής που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, δεν γί­νεται αναφορά προϋποθέσεων. Πρέπει όμως να γίνει δεκτό ότι ισχύ­ουν αμφότερες για την ταυτότητα του νομικού λόγου, καθόσον υ­πάρχει νοηματική συνέχεια μεταξύ των δύο διατάξεων (εξάλλου η αναγκαιότητα των προϋποθέσεων αυτών έχει παγιωθεί νομολογιακά σε όλο το δίκαιο της αναστολής, είτε αφορά αναγκαστική εκτέλεση είτε διαταγή πληρωμής, όπου και εκεί δεν υπάρχει ρητή διατύπωση).

Σπύρος Κατράμης

Δρ. Ν., Δικηγόρος