ΑΠ 1174/2007
Αγωγή διαρρήξεως. Κατάσχεση.
Εξ άλλου από τις διατάξεις των άρθρων 939, 941 και 942 του ΑΚ, σε συνδυασμό προς αυτές του άρθρου 943 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι με αυτές χορηγείται ένδικο βοήθημα στους δανειστές προς διάρρηξη των επιβλαβών γι’ αυτούς απαλλοτριωτικών πράξεων του οφειλέτη τους, εφόσον η υπολειπόμενη περιουσία του δεν επαρκεί για ικανοποίηση των κατ’ αυτού απαιτήσεών τους. Η αγωγή για διάρρηξη, που αποτελεί άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος, μπορεί να ασκηθεί κατά των προσώπων που έχουν συναλλαγεί καταδολιευτικά, δηλαδή κατά του οφειλέτη και του τρίτου, κυρίως όμως αρμόζει κατά του τρίτου, στον οποίο περιήλθε το περιουσιακό στοιχείο που απαλλοτριώθηκε, δεδομένου ότι αυτός είναι υποχρεωμένος, κατά το άρθρο 943 εδάφ. α΄ του ΑΚ να αποκαταστήσει τα πράγματα στην κατάσταση που ήταν πριν από την απαλλοτρίωση. Κατά την έννοια της τελευταίας διάταξης, η διάρρηξη συνεπάγεται τη δημιουργία ενοχικής υποχρέωσης του τρίτου να αναμεταβιβάσει, είτε εκουσίως είτε κατόπιν δικαστικής απόφασης με βάση τη διάταξη του άρθρου 949 του ΚΠολΔ, στον οφειλέτη το αντικείμενο της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης, οπότε και θα μπορεί να επισπεύσει ο δανειστής αναγκαστική εκτέλεση στο αντικείμενο αυτό.
Όμως, με το ν. 2298/1995, στο κεφάλαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης έχουν εισαχθεί νέες διατάξεις που αφορούν αμέσως τα αποτελέσματα της διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης. Ειδικότερα: α) κατά τη διάταξη του άρθρου 936 παρ. 3 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του νόμου αυτού, τρίτος που απέκτησε το δικαίωμα από τον καθ΄ ου η εκτέλεση με απαλλοτρίωση που διαρρήχθηκε ως καταδολιευτική κατά τα άρθρα 939 επ. του Αστικού Κώδικα, δεν μπορεί να αντιτάξει το δικαίωμα αυτό κατά του επισπεύδοντος που πέτυχε τη διάρρηξη ούτε κατά του υπερθεματιστή και των διαδόχων του και β) κατά τη διάταξη του άρθρου 992 παρ. 1 εδ. β’ του ΚΠολΔ, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 19 του πιο πάνω Ν.2298/1995, ακίνητο που έχει μεταβιβαστεί από το οφειλέτη σε τρίτο, κατάσχεται στην περιουσία του οφειλέτη από το δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη της μεταβίβασης αυτής ως καταδολιευτικής, κατά τα άρθρα 939 επ. του Αστικού Κώδικα, αφού η απόφαση που απαγγέλλει τη διάρρηξη σημειωθεί στο περιθώριο της μεταγραφής της απαλλοτριωτικής πράξης. Με βάση τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 37 του ίδιου ν. 2298/1995, η διάρρηξη της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης δεν δημιουργεί πλέον ενοχική υποχρέωση αναμεταβίβασης του αντικειμένου της απαλλοτρίωσης, όπως γινόταν δεκτό με βάση τις διατάξεις του άρθρου 943 του ΑΚ, αλλά μπορεί ο δανειστής που πέτυχε τη διάρρηξη, μετά την τελεσιδικία της απόφασης, να προβεί στην κατάσχεση του πράγματος στην περιουσία του οφειλέτη σαν να μη είχε υπάρξει η απαλλοτρίωση που διαρρήχθηκε. Επομένως, με τις πιο πάνω διατάξεις, με τις οποίες εισάγεται ρύθμιση ουσιαστικού δικαίου για την επίλυση σύγκρουσης δικαιωμάτων, που απλώς βρίσκεται στον ΚΠολΔ, επανακαθορίζεται η έννοια του άρθρου 943 του ΑΚ και η διάταξη αυτή προσλαμβάνει το ακόλουθο νόημα: η «αποκατάσταση των πραγμάτων στην κατάσταση που ήταν» συνίσταται στην αυτοδικαίως επερχόμενη απαγόρευση προβολής από τον τρίτο του δικαιώματός του όσο απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη. Έτσι, το αντικείμενο της αγωγής του δανειστή χρηματικής απαίτησης για διάρρηξη, είναι πλέον μόνο η απαγγελία της διάρρηξης της προσβαλλόμενης απαλλοτρίωσης υπέρ του ενάγοντος δανειστή και δεν απαιτείται πλέον να σωρεύσει αυτός και αίτημα αναμεταβίβασης του πράγματος που απαλλοτριώθηκε, από τον τρίτο στον οφειλέτη, διότι με βάση την ανωτέρω ρύθμιση ο δανειστής μπορεί να κατάσχει το πράγμα απ’ ευθείας στην περιουσία του οφειλέτη.
Σπύρος Κατράμης
Δρ. Ν., Δικηγόρος