Description
Ο όρος διοικητική δικονομία είναι παραπλανητικός, διότι δεν ανταποκρίνεται σε μια ενιαία δικονομία, όπως για παράδειγμα η ποινική δικονομία ή η πολιτική δικονομία. Το σύστημα της διοικητικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα στηρίζεται καταρχήν στο δυισμό των διοικητικών διαφορών σε ακυρωτικές και ουσίας, ενώ παράλληλα οι διαφορές ουσίας από ατομικές διοικητικές πράξεις που αφορούν καταλογισμό δημοσίων ελλειμμάτων καθώς και κανονισμό συντάξεων των κρατικών λειτουργών και δημοσίων υπαλλήλων αλλά και τις διαφορές από την αστική ευθύνη των κρατικών υπαλλήλων για ζημίες που προξενούν στο κράτος, κρίνονται από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ήτοι από τα Τμήματά του και αναιρετικώς από την Ολομέλεια του. Έχουμε δηλαδή ως προς τις διαφορές ουσίας, ανάλογα με την φύση τους δυο ανώτατα Δικαστήρια: για τις δημοσιονομικές, ήτοι αυτές που επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό ή συγγενείς με αυτόν προϋπολογισμούς (ΟΤΑ, ΝΠΔΔ κλπ) το Ελεγκτικό Συνέδριο, ενώ για τις λοιπές το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Στο βασικό αυτό σχήμα θα πρέπει να προσθέσουμε και άλλες ειδικότερες διακρίσεις. Έτσι αν και κατά βάση οι διοικητικές διαφορές σχηματοποιούνται τριμερώς σε: ακυρωτικές, ουσίας και δημοσιονομικές, η δικονομική τους αντιστοίχιση παρουσιάζει αποκλίσεις.
Έτσι:
Α) Οι ακυρωτικές διέπονται κατά βάση από το Π.Δ 18/1989 το οποίο όμως μέσω του άρθρου 40 παραπέμπει για όσα θέματα δεν ρυθμίζει στην ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ, για παράδειγμα ζητήματα εξαιρέσεως, δικαστών, αναιρέσεως, απόδειξης κ.α. Στο κεντρικό αυτό άξονα προστίθενται και διάφορες ειδικότερες διατάξεις, όπως το άρθρο 1 του Ν. 3900/2010 για την πιλοτική δίκη, ο Ν. 3068/2002 για την συμμόρφωση της διοίκησης στις δικαστικές αποφάσεις, ο Κώδικας δικών του Δημοσίου, το άρθρο 1 του Ν. 702/1977 αλλά και οι διατάξεις περί ακυρωτικής αρμοδιότητας των Διοικητικών Πρωτοδικείων κ.α.
Β) Οι διαφορές ουσίας που εκδικάζονται από τα Διοικητικά Δικαστήρια , διέπονται μεν κατά βάση από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όμως ως προς τα ζητήματα αναγκαστικής εκτέλεσης, εφόσον την επισπεύδει το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ εφαρμόζεται ο ΚΕΔΕ, ενώ εάν την επισπεύδει ιδιώτης ο ΚΠολΔ. Παράλληλα ισχύουν διάφορες ειδικές διατάξεις ιδίως ως προς την υπαγωγή διοικητικών διαφορών στη δικαιοδοσία τους, όπως για παράδειγμα το άρθρο 1 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, το άρθρο 7 του Ν. 702/1977, ο Ν. 1406/1983 κλπ. Ειδικά οι διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται απευθείας στο ΣτΕ και κατά βάση αφορούν την επιβολή πειθαρχικών ποινών στους δημοσίους υπαλλήλους και μόνιμους υπαλλήλους στα πλαίσια του Υπαλληλικού Κώδικα εκδικάζονται με βάση το Π.Δ 18/1989 και τον ΚΠολΔ.
Γ) Οι δημοσιονομικές διαφορές ουσίας, δηλαδή που προέρχονται από ατομική διοικητική πράξη (αντίθετα οι δημοσιονομικές διαφορές από κανονιστικές πράξεις γεννούν ακυρωτική διαφορά υπαγόμενη στο ΣτΕ) και αφορούν διαφορές καταλογισμού, κανονισμού συντάξεων, αστικής ευθύνης δημοσίων υπαλλήλων και όσες με ειδικές διατάξεις νόμων υπάγονται στο Ε.Σ λόγω της φύσεως τους, εκδικάζονται από 16.9.2020 με βάση το νέο Κώδικα Δικονομίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ( αρθ.357 Ν.4700/2020, εφεξής ΚΔΕΣ) αλλά παραλλήλως ισχύουν και όσες δικονομικές διατάξεις του Ν.4129/2013 δεν καταργήθηκαν από το νέο Κώδικα (κεφ.55 και 60 επ. ΚΔΕΣ) ή δεν έρχονται σε σύγκρουση με τον ΚΔΕΣ (βλ. αρθ. 356 ΚΔΕΣ). Στα θέματα δε αναγκαστικής εκτελέσεως εφαρμόζεται ο ΚΔΔ σε συνδυασμό με τον ΚΕΔΕ εφόσον την εκτέλεση επισπεύδει το Δημόσιο, άλλως ο ΚΠολΔ.
Συνεπώς η κωδικοποίηση όλων αυτών των δικονομικών διατάξεων σε συνδυασμό και με τις νομολογιακές υποδιακρίσεις που ανακύπτουν κατά την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών, δεν μπορεί να αποδοθεί παρά μόνο με «ιμπρεσιονιστικό» τρόπο. Δηλαδή στο παρόντα Κώδικα επιχειρείται με την παράθεση του πλήθους των δικονομικών διατάξεων να απεικονιστεί το απαύγασμα αυτού που φιλάρεσκα αποκαλούμε «Διοικητική» Δικονομία. Επιχειρείται να δοθεί μια άμεση εντύπωση από όλο αυτό το σώμα δικονομικών διατάξεων καταρχήν στον εφαρμοστή του δικαίου, που προεχόντως είναι ο Δικηγόρος της πράξης αλλά και σε καθένα που επιθυμεί να εμβαθύνει σε αυτό που αποκαλούμε Διοικητική Δικονομία και αναγκαία χρειάζεται να ξεκινήσει από τις πηγές της.
Α.Γ.Π