ΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ «ΠΕΡΙ ΟΠΛΩΝ».

Αποτελεί πλέον κοινό τόπο ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σημαντική αύξηση των εγκλημάτων που διαπράττονται με τη χρήση πυροβόλων όπλων, τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό, με αντίστοιχη αύξηση της παράνομης διακίνησης και  εμπορίας όπλων. Η υπόθεση του διπλού φονικού των Ανωγείων προ μηνός, επανέφερε στην επιφάνεια φλέγοντα ζητήματα όπως αυτά της οπλοκατοχής και οπλοφορίας από τους πολίτες .

Η μεταχείριση όπλων και εκρηκτικών, συνεπάγεται ενδεχόμενους κινδύνους οι οποίοι απαιτούν περιστολή. Οι ρυθμίσεις που διαλαμβάνονται στην εσωτερική νομοθεσία  με το Ν. 2168/1993 αποτελούν μια προσπάθεια του νομοθέτη για την ως άνω περιστολή. Εν πολλοίς ρυθμίζονται ζητήματα που άπτονται στην εν γένει μεταχείριση όπλων, ενώ ταυτόχρονα τυποποιούνται οι επιμέρους παράνομες συμπεριφορές σε αντίστοιχα αδικήματα, όπως για παράδειγμα η οπλοκατοχή (αρθρ. 7 επ.), η οπλοφορία (αρθρ.10) και η οπλοχρησία (άρθρ. 14).

Η επιλογή του ποινικού νομοθέτη να χρησιμοποιήσει γενικούς όρους, σχεδόν στο σύνολο των διατάξεων του ως άνω νόμου είναι συνειδητή, μεταφέροντας το βάρος της υπαγωγής στα Δικαστήρια της ουσίας, γεγονός που ωστόσο δημιουργεί συχνά ασάφειες και ανασφάλεια δικαίου.

Κατά την κρατούσα άποψη ο Ν. 2168/1993, παρά το γεγονός ότι διαλαμβάνει περισσότερες διαφορετικές μεταξύ τους εγκληματικές συμπεριφορές, αποσκοπεί κυρίως στην προστασία του εννόμου αγαθού της δημόσιας τάξης και ασφάλειας.

Τι ορίζεται όμως τελικά ως όπλο;

Για τον προσδιορισμό της έννοιας, ο νέος Νόμος 4678/2020 τροποποιεί τον παλαιότερο Ν. 2168/1993 και εναρμονίζει στην ελληνική νομοθεσία την Οδηγία 2017/853 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Ρητά ορίζεται στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. ά. πως, «όπλο θεωρείται το μηχάνημα, το οποίο εκ κατασκευής, μετατροπής ή τροποποίησης, με ωστική δύναμη που παράγεται με οποιονδήποτε τρόπο εκτοξεύει σφαιρίδια ,βολίδες, βλήματα, βλαπτικές χημικές ή άλλες ουσίες, ακτίνες, φλόγες ή αέρια και μπορεί να επιφέρει κάκωση ή βλάβη της υγείας σε πρόσωπα, ή βλάβη σε πράγματα, ή να προκαλέσει πυρκαγιά καθώς και κάθε συσκευή που μπορεί να προκαλέσει με οποιονδήποτε τρόπο τα ανωτέρω αποτελέσματα».

Πρόβλημα σοβαρό ωστόσο, φαίνεται να  προκαλεί κυρίως το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1, η οποία δυστυχώς, τελικά τον καθιστά ιδιαίτερα ευρύ!

Σύμφωνα με αυτήν, όπλο θεωρείται επιπροσθέτως και κάθε αντικείμενο που «είναι πρόσφορο για επίθεση ή άμυνα...»!

Φυσικά ο Ν. 4678/2020 απαριθμεί και εξειδικεύει μεν κάποιες περιπτώσεις ώστε να οριοθετήσει κατά το δυνατόν το θεσμικό πλαίσιο, αλλά η απαρίθμηση αυτή είναι ενδεικτική και όχι περιοριστική!   Για το λόγο αυτό, τα δικαστήρια της ουσίας υπήγαγαν στην ευρεία αυτή διατύπωση, πληθώρα αντικειμένων όπως π.χ. αλυσοπρίονα, ξύλινες ράβδους, σιδηροδοκούς, μαχαίρια οικιακής χρήσεως, πέτρες, ξυραφάκια κ.α.

 Σύμφωνα με την τελικά κρατούσα άποψη, για τον χαρακτηρισμό ενός αντικειμένου ως όπλου θα πρέπει να λαμβάνεται πρωταρχικά υπόψη, πέρα από το αν αυτό είναι πρόσφορο για επίθεση ή άμυνα, ήτοι να έχει κατ΄ αντικειμενικό τρόπο τη δυνατότητα να προκαλέσει κάκωση ή βλάβη της υγείας σε πρόσωπα και υλική βλάβη σε πράγματα,  ο   αντικειμενικός προορισμός του, κατά την κοινή αντίληψη των πραγμάτων!  Άλλωστε θεωρία και νομολογία ομονοούν ως προς την ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 1 παρ.1 εδ β΄ και παρ2. Αποδέχονται πως  «οποιοδήποτε αντικείμενο που ήθελε επινοήσει η ανθρώπινη εφευρετικότητα, του οποίου ο αντικειμενικός προορισμός κατά την κοινή αντίληψη, είναι η επιθετική ή αμυντική ενέργεια, θα πρέπει δηλαδή εκ κατασκευής του, το αντικείμενο να προορίζεται για άμυνα ή επίθεση» (Συμβλ Πλημμ 349/2003 ΕισΠροτ Ν.Μαρκάκη ΠοινΧρ ΝΔ’).

Επί  τη βάσει των ως άνω δεν  μπορεί να θεωρηθεί επί παραδείγματι όπλο  «το μαχαίρι κουζίνας», ο αντικειμενικός προορισμός του οποίου συνίσταται στη χρησιμοποίησή του σε εργασίες μαγειρικής. Από τα λοιπά αντικείμενα δε, δεν θεωρούνται όπλα, αφού ο αντικειμενικός προορισμός τους δεν είναι η χρησιμοποίηση τους ως μέσων επιθέσεως ή άμυνας : το ψαλίδι ραπτικής, τα χειρουργικά εργαλεία, τα σφυριά, υπό την αυστηρή ωστόσο προϋπόθεση πως  τα αντικείμενα αυτά, χρησιμοποιηθούν σε χώρο που η κατοχή τους  δικαιολογείται για οικιακή ή επαγγελματική χρήση.  Ενώ αν δεν δικαιολογείται η χρήση τους τότε μόνο θα πρέπει ο δράστης να τιμωρηθεί για παράνομη οπλοφορία  (βλ. ενδεικτικά, ΑΠ 1356/1997, ΑΠ 683/2001, ΑΠ2115/2003, ΑΠ2447/2003, ΑΠ5/2005, ΜΟΔ Βέροιας 4-5-2006).

Παρατηρείται λοιπόν, πως  το –άγραφο και εν πολλοίς αξιολογικό- κριτήριο του αντικειμενικού προορισμού αποτελεί τελικά, το στοιχείο της διεύρυνσης της έννοιας του όπλου και έχει οδηγήσει σε έκδοση πληθώρας αντίστοιχων καταδικαστικών αποφάσεων προκαλώντας ουσιαστικά ανασφάλεια δικαίου στους πολίτες.

Η πρακτική αυτή δεν συμβαδίζει άλλωστε και με την ΕΣΔΑ, δεδομένου πως το Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου απαιτεί κατά την κλασσική πλέον θεώρησή του, όταν ελέγχει την ποιότητα ενός εθνικού νομοθετήματος, ο εσωτερικός νόμος να είναι προσιτός, επαρκώς ακριβής και προβλέψιμος, έτσι ώστε ο πολίτης να μπορεί να ρυθμίζει τη συμπεριφορά του σύμφωνα μ’ αυτόν.

Ως προς το ζήτημα της χρήσης όπλων ιδίως από αστυνομικούς, πρέπει να παρατηρηθεί πως έρχονται  επί της ουσίας σε αντίθεση δύο θεμελιώδεις υποχρεώσεις του κράτους! Από την μία η υποχρέωση προστασίας των εννόμων αγαθών των πολιτών και από την άλλη ο σεβασμός  παράλληλα των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ειδικότερα, το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ, όπως έχει ερμηνευθεί αυθεντικά από το Δικαστήριο, θεμελιώνει, πέρα φυσικά από την αρνητική απαγόρευση παράνομης αφαίρεσης της ζωής, και αντίστοιχη θετική υποχρέωση ενός κράτους, να έχει σε ισχύ ένα νομοθετικό καθεστώς ικανοποιητικό που να ρυθμίζει όλη την επικίνδυνη για τη ζωή δραστηριότητα των κρατικών οργάνων.

Κατά τη διάρκεια των χρόνων και με τις νέες ρυθμίσεις που ενσωματώθηκαν στην ελληνική Νομοθεσία ο έλεγχος των προσώπων που αιτούνται τον εφοδιασμό τους με όπλα γίνεται  σαφώς αυστηρότερος, ενώ παράλληλα θεσπίζονται ειδικές και ασφαλείς διαδικασίες για την εισαγωγή, εξαγωγή, επισκευή, εμπορία όπλων και εκρηκτικών υλών καθώς και για την οπλοφορία και κατοχή όπλων.

 Ωστόσο παρά την εναρμόνιση της νομοθεσίας μας με τις επιταγές που θέτει η Ευρώπη στα γενικά θέματα της νομοθεσίας περί όπλων, ακόμα υφίστανται σημαντικά προβλήματα νομικά αλλά και πραγματικά.

Νομικά,  όπως αναλύθηκε ανωτέρω, η ίδια η έννοια  του «όπλου» παραμένει, ακόμα και μετά τις τροποποιήσεις του νέου Νόμου 4678/2020, αρκετά  γενική και ασαφής,  με αποτέλεσμα τόσο τα δικαστήρια της ουσίας όσο και ο Άρειος Πάγος  να οδηγούνται σε τιμωρήσεις που αρκετές φορές  φαίνονται υπερβολικές.

Επί των πραγματικών ζητημάτων, απαιτούνται τόσο σε εσωτερικό όσο και σε διεθνές επίπεδο περισσότεροι έλεγχοι από τις αρμόδιες αρχές για να καταστείλουν ουσιαστικά και όχι μόνο ρηματικά το φαινόμενο της παράνομης οπλοφορίας και οπλοκατοχής.  Ενδεικτικά θα πρέπει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ελληνικής αστυνομίας, κυκλοφορούν εντός τη επικράτειας περισσότερα από 1.000.000 παράνομα όπλα!

Δημοσιεύτηκε στην

ΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ «ΠΕΡΙ ΟΠΛΩΝ».

Λουκάς Προυσανίδης

Δικηγόρος Αθηνών
Ποινικολόγος